Σεβάς Χανούμ

Αγγέλων βήμα
SHARE THIS
Κείμενο:

Γιώργος Χρονάς

Σκηνοθεσία:

Κωνσταντίνος Ρήγος

Φωτισμοί:

Αλέκος Γιάνναρος

Σκηνογραφια:

Κωνσταντίνος Ρήγος – Μαρία Τσαγκάρη

Ερμηνεία:

Κωνστανίνα Μιχαήλ

Συμμετέχει:

Γιάννης Τσεμπερλίδης

Βοηθός σκηνοθέτη:

Γιάννης Τσεμπερλίδης

Reviews
Ένα μικρό διαμάντι

Μετά τη πορεία δύο χρόνων, το “ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ”, το “Πόλη Θέατρο”, τη Πάτρα, σειρά είχε τη περασμένη Τετάρτη η βραβευμένη θεατρική παράσταση “Σεβάς Χανούμ” να παρουσιασθεί στο φυσικό της χώρο. Τη Θεσσαλονίκη.

Η “Αγία Αμαζόνα” του ρεμπέτικου τραγουδιού, σε ένα κείμενο γραμμένο από το Γιώργο Χρονά, πήρε σάρκα και οστά, στο θέατρο ΒΕΡΓΙΝΑ του Regency Casino Θεσσαλονίκης, που γέμισε από κόσμο.

Ένα κείμενο με γοητευτική ροή, σε κέντριζε και δεν κούραζε στάλα, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν-σχεδόν-μονόλογο.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος σκηνοθέτησε έξυπνα. Έδωσε γοητεία στο κείμενο και το ανέδειξε, με άξιους συμπορευτές τους δύο ηθοποιούς του έργου. Το σκηνικό που έστησε ο Ρήγος με τη Μαίρη Τσαγκάρη, λιτό και ο μαυροπίνακας background έδινε διάσταση στην ατμόσφαιρα του έργου.

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ υπήρξε καθηλωτική με την ερμηνεία της. Σε ένα τεράστιο θεατρικό χώρο, σαν αυτό του ΒΕΡΓΙΝΑ, αιχμαλώτισε τα βλέμματα των θεατών, με το παίξιμο, την εσωτερικότητα, την “απογύμνωση” του ρόλου στο φινάλε. Και όλο αυτό το κατάφερε δίχως τερτίπια και στόμφους. Απλά και υποδόρεια μαγευτικά.

Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης, εξαιρετικός για μια ακόμα φορά, στο πλάι της. Σε έναν δύσκολο ρόλο, λίγο βουβό, λίγο αφηγηματικό, με μια ηλεκτρική κιθάρα στο χέρι να παίζει και να τραγουδά, άσματα της Σεβαστής. Υπήρξε άψογος-όπως πάντα. Από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του και τους πιο “αθόρυβους”.

Το χειροκρότημα στο φινάλε μεγάλο και παρατεταμένο. Δεν είναι τυχαία άλλωστε, η βράβευση της παράστασης φέτος, από το ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ. Μεγάλη ευχή, να παρουσιαστεί ξανά στη Θεσσαλονίκη, τη καινούργια σεζόν, για περισσότερα βράδια-όχι μοναχά μία- έτσι ώστε να έχουν τη μεγάλη τύχη να δουν αυτή τη παράσταση και περισσότεροι Θεσσαλονικείς.

Μια τραγουδίστρια με πάθος, που αγάπησε τη μουσική, τραγούδησε, συνεργάστηκε με σπουδαίους ρεμπέτες. Έζησε μεγάλο έρωτα με το Στέλιο Καζαντζίδη και τη ζωή την έπιασε από τα μαλλιά, παλεύοντας για κάτι καλύτερο με υψηλό φρόνημα….

Ένας Έλληνας Τεννεσσή Ουίλλιαμς δημιουργεί δραματική ποίηση

Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Παρακολούθησα με το ενθουσιασμένο κοινό της πρεμιέρας στο ατμοσφαιρικό θεατράκι «Αγγέλων Βήμα», που φιλοξενεί συνήθως εξαιρετικές παραστάσεις με υπέροχους καλλιτέχνες, «το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ – η ιστορία μιας ρεμπέτισσας του ’50». Είχα διαβάσει το βιβλίο του ακαταπόνητου, χαλκέντερου και πολύπλευρου ποιητή Γιώργου Χρονά, είχα παρακολουθήσει ένα αναλόγιο στο “Cabaret Voltaire” του Μεταξουργείου, όμως η παράσταση με καθήλωσε.

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ με τις σκηνοθετικές οδηγίες και τη διδασκαλία του επίσης πολυτάλαντου Κωνσταντίνου Ρήγου (που τον βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρονται από άλλους διάσημους ομοτέχνους του) δημιούργησαν, με τη συνεργασία της Μαίρης Τσαγκάρη στα σκηνικά, της Ελένης Παπανικολάου στα κοστούμια, του Αλέκου Γιάνναρου στους κινηματογραφικούς φωτισμούς, του Δημήτρη Δημητρούλη στο μακιγιάζ και στη φροντίδα της κόμμωσης, και με τον ιδιαίτερα μουσικό, μπρεχτικό και εκφραστικό ηθοποιό Γιάννη Τσεμπερλίδη στο ρόλο του δημοσιογράφου (αλλά και ως βοηθός σκηνοθέτη), μία παράσταση υψηλών προδιαγραφών και στοχεύσεων, που θα μπορούσε να σταθεί από το Παρίσι, έως τη Νέα Υόρκη κι από τη Στοκχόλμη μέχρι το Σίνδεϋ, αφού αυτή η αρχετυπική λαϊκή τραγουδίστρια, θα μπορούσε να τραγουδάει μπλουζ (σαν την αθάνατη Μπίλλυ Χολλιντέι), σπιρίτσουαλ ή φάντος, θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε ανώτερη, καλοσυνάτη οντότητα, που εξέπεσε στη γη, κυλίστηκε στη λάσπη και λευτερώθηκε μέσα από την άνοδο, τη χλεύη, την πτώση, την περιθωριοποίηση και τον μαρτυρικό θάνατό της. Χαρακτηριστική είναι η φράση από την αριστουργηματική «Κίτρινη Όχθη» του Γιώργου Χρονά, που εμβολιάζεται στο στόμα της Σεβάς Χανούμ: «όσο πιο χαμηλά τόσο πιο πάνω». Όταν η Κωνσταντίνα Μιχαήλ λέει τη μαγική φράση «ντυμένη το παλτό μου αναχωρούσα» ανέρχεται ιλιγγιωδώς στα καλλιτεχνικά ύψη όπου κινείται η Βίβιαν Λη ως Μπλανς Ντυμπουά του «Λεωφορείου ο Πόθος», ως καταπονημένη Λαίδη Φθειροζόλ (από τα αξεπέραστα μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς). Οι άγγελοι από «Τα φτερά του Έρωτα» του Βιμ Βέντερς που πέφτουν στη γη, από αγάπη για τους ανθρώπους, μια αγάπη που εκτυλίσσεται σε έρωτα κι εκφυλίζεται σε προδοσία, όμως εκείνοι δεν μετανιώνουν για το ταξίδι. Η ουράνια Ιθάκη είναι πάντα εκεί και τους περιμένει, μαζί με τον Καβάφη, τον Ρεμπώ, τον Χριστιανόπουλο, το Χρονά και όλους εκείνους τους αυθεντικούς, τους ασυμβίβαστους, τους ειλικρινείς της αγνής επιθυμίας να επικοινωνήσουν με τον πλησίον και να ανταλλάξουν την ύπαρξή τους σε μια τίμια ψυχοσυναλλαγή σωματικών (και όχι μόνον) απολαύσεων. Ίσως το σώμα να είναι η μόνη αθανασία που είναι εφικτή όσο είμαστε στην ύλη. Και η Σεβάς Χανούμ φέρει ως παράσημα και τίτλους τιμής, τους έρωτες, τα τραγούδια και τα διονυσιακά γλέντια που ενέπνευσε στους θαμώνες των λαϊκών των μαγαζιών.

Στο σκηνοθετικό επίπεδο, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έκανε άλματα. Βάζει την Κωνσταντίνα Μιχαήλ να απευθύνεται στο κοινό, να σχολιάζει διακριτικά τις αντιδράσεις του, να στρέφεται και προς τις τρεις πλευρές των καθισμένων θεατών, να μονολογεί, όχι αποτραβηγμένη απλώς στον ονειρικό της κόσμο, αλλά και στη διάνοια των άλλων, στο συλλογικό ασυνείδητο/συνειδητό που όλα τα καταγράφει και τα αξιολογεί αναλόγως. Η σκηνή του τέλους, ο κινηματογραφικά μπρεχτικός θάνατος, το μουσικό σχόλιο που γεφυρώνει το 1950 με το τώρα, η μαύρη γάτα (το άγαλμα της αιγυπτιακής θεάς Κατόρ) που κοιτάζει μετωπικά την ομιλούσα, η τσάντα της που είναι γεμάτη κάρβουνα, η περηφάνια της ξεπεσμένης λαϊκής τραγουδίστριας που λέει μέσα στη απόλυτη ένδειά της: «Γράψανε ότι ζω με το πιατάκι που αφήνουν έξω από την πόρτα μου οι γειτόνισσες, η αλήθεια είναι ότι σιχαίνομαι τα φαγητά που μαγειρεύω εγώ, όταν μου φέρνουν οι γειτόνισσες ένα πιάτο φαγητό, φρεσκομαγειρεμένο, το ζηλεύω» (σελ. 43 του υπέροχα τυπωμένου, συλλεκτικού προγράμματος)…

Όλα αυτά συνθέτουν μια μαγική παράσταση, κάπου μεταξύ ποιητικού ρεαλισμού, μπρεχτικής αποστασιοποίησης και μεταμοντέρνας πολυσυλλεκτικής δεξιοτεχνίας. Ας θυμηθούμε ότι χωρίς την ένθεη μανία των διονυσιακών τεχνιτών καλό θέατρο δεν γίνεται.

Κι εδώ μιλάμε για μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς, υποψήφια για πολλά βραβεία: θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη, πρώτης γυναικείας ερμηνείας, αντρικής ερμηνείας, σκηνικού, κοστουμιών, μουσικής, χορογραφίας… Ίδωμεν.

Prv Back to all Nxt