Τραβιάτα

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
SHARE THIS

Η Βιολέττα δεν μπορεί να υπερβεί τον στιγματισμό της, παρά μπορεί μόνο να αποθεωθεί μέσα από τη συγχώρεση που προσφέρει στον κόσμο που την καταδίκασε να είναι ένας πολύτιμος κρίκος στην αλυσίδα της καταναγκαστικής ηδονής.”

“Στην Τραβιάτα του Τζουζέππε Βέρντι διακρίνει ξεκάθαρα κανείς μια φλέβα νοήματος που εξακολουθεί να χτυπά έντονα σήμερα: αυτήν της υποχρέωσης της ηδονής. Ο κόσμος της Βιολέττας, που στροβιλίζεται στο βαλς, αγωνιά για το τέλος του πάρτι, για το πέρας της ηδονής: το βαλς είναι η μουσική μετωνυμία αυτής της αγωνίας. Ακόμη και όταν αποσύρεται από την κοσμική ζωή, ακόμη κι όταν πεθαίνει, η Βιολέττα εξακολουθεί να είναι εσωτερικά συντονισμένη στον ρυθμό του βαλς, μέσα στο οποίο αφήνει την τελευταία της πνοή. Στην Τραβιάτα η ηδονή δεν καταδικάζεται ηθικά αλλά γίνεται αντικείμενο παρατήρησης. Η δομή του έργου, όπου τις σκηνές της τρυφηλής ζωής τις διαδέχονται ο χωρισμός και ο θάνατος, αποτελεί από μόνη της μια στοχαστική διαπίστωση, ένα οπερατικό memento mori. Και τι είναι πιο κοντά στον σημερινό ηδονισμό, που βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης;

Η Τραβιάτα, παρουσιασμένη στον ιστορικό χώρο του Ηρωδείου, εντάσσεται σε μια απαιτητική όσο και ενδιαφέρουσα συνθήκη: πρέπει κανείς να βρει την ισορροπία μεταξύ των σκηνών της επιδεικτικής ευδαιμονίας και των στιγμών της ιδιωτικότητας. Οι τοίχοι του αρχαίου Ωδείου είναι εγγυητές της διαχρονίας και εντάσσουν υποχρεωτικά την αφήγηση στον μεγάλο χρόνο. Στον ενδιάμεσο αυτό χώρο, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, η Βιολέττα μοιάζει σταματημένη σε μια εποχή μετέωρη, προσφέροντας στον θεατή την ιστορία της, προϊόν κι αυτή προς κατανάλωση, όπως ήταν και η ίδια.

Ο χώρος του Ηρωδείου μοιράζεται ανάμεσα στα κλειστά δωμάτια (που αντιπροσωπεύουν το εσωτερικό ψυχικό τοπίο της ηρωίδας) και στον κόσμο / σκηνή της καταναγκαστικής ηδονής, όπου δεσπόζει ένα τεράστιο τραπέζι. Οι δύο κόσμοι εξελίσσονται παράλληλα, ενώ η ηρωίδα καθρεφτίζεται στο alter ego της, δίνοντας έτσι υπόσταση στην εσωτερική της διχοτομία, που αποτελεί ίσως και το πιο σημαντικό αφηγηματικό στοιχείο του έργου. Η Τραβιάτα είναι η Βιολέττα, γι’ αυτό και η εστίαση στην αποτύπωση των συναισθημάτων της μεγεθύνεται και προβάλλεται στον φθαρμένο από τον χρόνο τοίχο του Ηρωδείου.

Ο έρωτας, στο ασφυκτικό πλαίσιο που επιβάλλει ο κοινωνικός στιγματισμός της Βιολέττας, είναι το μόνο στοιχείο υπέρβασης σε μια πορεία που παρουσιάζεται ως προδιαγεγραμμένη (όπως προδιαγεγραμμένος είναι ο θάνατος από την αρρώστια). Το δίπολο Έρως / Θάνατος, που την ίδια εποχή απασχολούσε τον Βάγκνερ στον Τριστάνο, δεν έχει εδώ υπαρξιακή αλλά κοινωνική θεμελίωση.”

Μουσική διεύθυνση:

Λουκάς Καρυτινός

Σκηνοθεσία / Χορογραφία / Σκηνικά:

Κωνσταντίνος Ρήγος

Κοστούμια:

Ιωάννα Τσάμη

Φωτισμοί:

Χρήστος Τζιόγκας

Συνεργάτιδα αρχιτέκτονας:

Μαίρη Τσαγκάρη

Διεύθυνση χορωδίας:

Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Βιολέττα Βαλερύ:

Λιζέτ Οροπέσα
Μαρία Μούντρυακ
Εκατερίνα Σιούρινα

Φλόρα Μπερβουά:

Χρυσάνθη Σπιτάδη

Αννίνα:

Λυδία Βαφειάδη

Αλφρέντο Ζερμόν:

Σαϊμίρ Πίργκου
Αλεξέι Ντόλγκοφ

Τζόρτζιο Ζερμόν:

Δημήτρης Πλατανιάς
Τάσης Χριστογιαννόπουλος

Γκαστόνε:

Γιάννης Καλύβας

Βαρόνος Ντουφόλ:

Χάρης Ανδριανός

Μαρκήσιος του Ομπινύ:

Νίκος Κοτενίδης

Δόκτωρ Γκρανβίλ:

Δημήτρης Κασιούμης

Τζουζέππε:

Χρήστος Γιαννούλης

Οικονόμος / Μαντατοφόρος:

Θόδωρος Μωραΐτης

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και το Μπαλέτο της ΕΛΣ

Reviews
Ο θρίαμβος μιας «Τραβιάτας» έξυπνων επιλογών και σπουδαίων πρωταγωνιστών

Του Ευτύχιου Δ. Χωριατάκη/Αθηνόραμα, 30 Ιουλίου 2019

Θριαμβευτικής υποδοχής έτυχε η πρεμιέρα (27/7) της δημοφιλέστατης «Τραβιάτας» του Βέρντι στο Ηρώδειο, δεύτερης παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, που ολοκληρώνεται με επιτυχία σε ό,τι αφορά το μουσικό του σκέλος.

Η είδηση ότι η «Τραβιάτα», όπερα κατ’εξοχήν ενδεδειγμένη για κλειστό θέατρο, θα δινόταν σε ανοιχτό χώρο, και δη στο αχανές ρωμαϊκό ωδείο, εύλογα γεννούσε προβληματισμούς. Το τελικό αποτέλεσμα δικαίωσε όμως τους ανθρώπους του θεσμού, που προέβησαν σε μια σειρά έξυπνων επιλογών, αρχής γενομένης με την ανάθεση της σκηνοθεσίας στον Κωνσταντίνο Ρήγο.

Παρότι ο γνωστός χορογράφος και διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ δεν είχε ποτέ πριν σκηνοθετήσει όπερα, ο Γιώργος Κουμεντάκης δεν δίστασε να του εμπιστευθεί ένα τόσο σημαντικό έργο. Γνώριζε, βέβαια, την αγάπη του Ρήγου για την «Τραβιάτα», την επιτυχημένη του δουλειά (με το χοροθέατρο «Οκτάνα») πάνω στην «Κυρία με τις Καμέλιες» (πηγή έμπνευσης του λιμπρέτου), την εμπειρία του πάνω στο εν γένει μουσικό θέατρο.

Εκείνος ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, προβαίνοντας με τη σειρά του σε ομοίως έξυπνες επιλογές. Αρχικά, προσπάθησε να αξιοποιήσει τον ιστορικό ανοιχτό χώρο του Ηρωδείου, εντάσσοντάς τον στη δράση. Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της στενόμακρης σκηνής, εκτυλίχθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος το «αέναο πάρτυ καταναγκαστικής ηδονής», που συνιστά γι’αυτόν η συγκεκριμένη όπερα. Ένθεν κακείθεν του κόσμου των απολαύσεων, οριοθετήθηκαν δύο δωμάτια/εσωτερικοί τόποι (που έδεσαν αρμονικότερα με το χώρο απ’ότι αντίστοιχες κατασκευές στην «Κάρμεν» ή στον «Ντον Τζοβάννι» παλιότερα), επιτρέποντας την παρακολούθηση του ψυχογραφήματος της κεντρικής ηρωίδας.

Παρότι η σκηνή αναπόφευκτα «μπούκωνε», όταν συμμετείχε το σύνολο των χορωδών και χορευτών, οι υποβλητικοί φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα και οι ωραίες βιντεοπροβολές του Βασίλη Κεχαγιά στον τοίχο του μνημείου συνέβαλαν όμορφα στη διαμόρφωση της κατάλληλης ατμόσφαιρας και στον (επι)σχολιασμό των δρώμενων.

Η επιλογή μιας οπτικοποίησης, που επέτρεπε το συνεχή διάλογο σύγχρονου και παλιού, τόσο σε σκηνικό επίπεδο όσο και σε αυτό των κοστουμιών (εξαιρετική δουλειά της Ιωάννας Τσάμη!), αποτέλεσε, ακολούθως, το δεύτερο κομβικό στοιχείο της παράστασης. Τον σκοτεινό και αλλοτριωμένο «εξωτερικό» κόσμο, μέσα στον οποίο ζει η ηρωίδα, τόνισαν -πέρα από τις διακριτικές neon ταμπέλες ή τις βιντεοπροβολές- τα κατά βάση μαύρου χρώματος συνθετικά κοστούμια για την χορωδία αλλά και τις τσιγγάνες, ενώ δεν έλειψαν και κάποιες πινελιές κιτς εξτραβαγκάντσας.

Την απολύτως ευπρόσδεκτη αντίστιξη παρείχαν τα καλόγουστα, vintage αισθητικής και παστέλ αποχρώσεων δύο δωμάτια και τα ιδιαίτερα εντυπωσιακά μεταξωτά ενδύματα, σε φωτεινά χρώματα, για την Βιολέττα. Παρά τους φόβους ότι η προσέγγιση του έργου θα υπονομευόταν από την ενίοτε ναρκισσιστική εξωστρέφεια της εικόνας, το όλο σπάνια εξώκειλε σε ελαφρότητα: η τόσο κομβική εδώ χαρμολύπη αναδείχθηκε γλαφυρά, ίσως …παρά (και πέρα από) τις προθέσεις του Ρήγου!

Τέλος, ο σκηνοθέτης αντιλήφθηκε, ότι στην όπερα οι λυρικοί τραγουδιστές πρέπει να αισθάνονται διαρκώς σκηνικά ασφαλείς, κάτι που πέτυχε με προσεγμένη κινησιολογία και ευέλικτη υποκριτική καθοδήγηση. Το τραγούδι παρέμενε κυρίαρχο, μπολιασμένο με τις δέουσες δόσεις θεατρικότητας. Η παράσταση διέθετε ροή, ρυθμό και αφηγηματική σαφήνεια. Επίσης, για πρώτη φορά τα εμβόλιμα χορευτικά δεν λειτούργησαν ως βινιέτες, αλλά χορογραφήθηκαν με φαντασία και δυναμισμό (ιδίως αυτό των ταυρομάχων με τρεις λαμπρούς πρωταγωνιστές: Ζέκα, Ανδρεούδη, Σιάτζκο).

Ο Ρήγος στάθηκε, εξ άλλου, τυχερός όσον αφορά τις (δύο) διανομές, που επελέγησαν με γνώση και άποψη. Διότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει η επιλογή ως πρωταγωνίστριας στην α’ διανομή της πλέον ανερχόμενης αυτή τη στιγμή διεθνώς υψιφώνου Λιζέτ Οροπέζα, και μάλιστα λίγο πριν αναλάβει το ρόλο -μετά από αρκετά χρόνια αποχής- σ’ένα ακόμη αχανέστερο ανοιχτό θέατρο (την περίφημη Αρένα της Βερόνας) αλλά και στην …Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης! Είτε επέλεξε την Αθήνα για ροντάρισμα μελλοντικών εμφανίσεων είτε όχι, και μολονότι δεν διαθέτει πλήρως τη δέουσα φωνητική αρματωσιά, η εκλεκτή Κουβανέζικης καταγωγής Αμερικανίδα σοπράνο υπήρξε μία ονειρική Βιολέττα.

Γεννημένη για το ρομαντικό μπελ-κάντο, η 36χρονη λυρική υψίφωνος έκανε επίδειξη της μεγάλης κλάσης της: η μεσαίου μεγέθους, πλην καλοτοποθετημένη, φωτεινή φωνή της -προφανώς καταλληλότερη για τις πιο συγκινητικές δύο τελευταίες πράξεις παρά για τις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της πρώτης- γέμιζε αβίαστα το τεράστιο ρωμαϊκό αμφιθέατρο, η αισθητική και το καλό γούστο του τραγουδιού της (τρίλιες, διανθίσεις) υπενθύμιζαν διαρκώς τις μπελ-καντίστικες οφειλές του πρώιμου Βέρντι, η σκηνική παρουσία υπήρξε αιθέρια, η συναισθηματική επένδυση ακριβής και με σωστές δόσεις πάθους. Η Αθήνα είχε την τύχη να απολαύσει -και δίκαια αποθεώσει!- μία τραγουδίστρια που έχει όλα τα φόντα (νιάτα, ομορφιά, φωνή, σκηνικό εκτόπισμα) για να λάμψει παγκοσμίως στο ρόλο της τραγικής εταίρας!

Την ισχυρή πρώτη διανομή συμπλήρωσαν δύο συμπρωταγωνιστές εξίσου διεθνούς επιπέδου. Προερχόμενος και αυτός από τον κόσμο του μπελ-κάντο, παρότι η φωνή έχει πλέον βαρύνει, ο Αλβανός τενόρος Σαϊμίρ Πίργκου ενσάρκωσε έναν ευπρόσδεκτα άμεσο, τραχύ Αλφρέντο, με γενναιόδωρο τραγούδι. Ο σημαντικός μας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς χάρισε στο ρόλο του πατέρα Ζερμόν το κύρος και το υπέροχο τίμπρο του -έστω και χωρίς το σμάλτο και την αυθάδεια εκφοράς του παρελθόντος- γνωρίζοντας αποθέωση ανάλογη αυτής της Οροπέζα.

Από τους αρκετούς δευτεραγωνιστικούς χαρακτήρες συγκρατεί κανείς, για την ισορροπημένη μουσικοδραματική τους παρουσία, τη μεσόφωνο Χρυσάνθη Σπιτάδη (Φλώρα Μπερβουά), τον βαρύτονο Νίκο Κοτενίδη (Μαρκήσιο του Ομπινύ) και τον τενόρο Γιάννη Καλύβα (Γκαστόνε). Απορεί, όμως, για τα λάθη διανομής σε άλλους, δραματουργικά πιο κρίσιμους ρόλους (Βαρώνος Ντουφόλ, Αννίνα, Δόκτωρ Γκρανβίλ).

Η βραδιά ευτύχησε και στο μουσικό της σκέλος, που σηματοδότησε την πρώτη από τις τελευταίες οπερατικές εμφανίσεις του Λουκά Καρυτινού ως μόνιμου αρχιμουσικού της ΕΛΣ, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του. Για ακόμη μία φορά, η μουσική του διεύθυνση συνδύασε νεύρο και σφρίγος αφήγησης, στήριξε ιδανικά μονωδούς και χορωδούς, άντλησε το καλύτερο από την Ορχήστρα της Λυρικής (έξοχες συνεισφορές από τους κορυφαίους των ξύλινων: Νικόπουλος, Σαφαριάν-Σιμονένκο, Σπύρος Τζέκος αλλά και το πίκκολο φλάουτο του Ζαχαρία Ταρπάγκου) και την σε γενικές γραμμές συντονισμένη Χορωδία (διδασκαλία: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος). Ταυτισμένος όσο κανείς με το μονάκριβο λυρικό μας θέατρο για πάνω από 35 χρόνια, ο -και επιτυχημένος καλλιτεχνικός διευθυντής του μεταξύ 1999-2005- Καρυτινός θα εξακολουθήσει φυσικά να δηλώνει «παρών» στα μουσικά μας πράγματα. Η αναπλήρωσή του, όμως, στην ΕΛΣ μόνο εύκολη υπόθεση δεν θα είναι…

Σε μια τόσο όμορφη βραδιά, και παρά την αποπνικτική ζέστη, η υποδειγματική συμπεριφορά και ησυχία των χιλιάδων ακροατών, που κατέκλυσαν το Ηρώδειο, έλεγε πολλά για τον αντίκτυπο της παράστασης. Οι θυελλώδεις επευφημίες τους στο τέλος λειτούργησαν, εύλογα, άκρως λυτρωτικά!

Prv Back to all Nxt