Αρκαδία

Φεστιβάλ Αθηνών

Η νύμφη Καλλιστώ, τιμωρημένη για την αυθάδειά της να πλαγιάσει με τον Δία, περιπλανήθηκε με τη μορφή αρκούδας στα δάση της Αρκαδίας. Συνάντησε τον γιο της Αρκά, ο οποίος και επιχείρησε να την σκοτώσει.

Τραυματισμένο νεαρό θηλυκό ζαρκάδι εντοπίστηκε σε περιοχή της Αρκαδίας. Το άτυχο ζώο μεταφέρθηκε σε κτηνιατρείο προκειμένου να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, όπου και διαγνώστηκε πιθανή δηλητηρίασή του από φυτοφάρμακο.

SHARE THIS

“Δώδεκα χορευτές θα επιχειρήσουν να ανακαλέσουν στη μνήμη του θεατή εικόνες οικείες, εμπνευσμένες από τον ειδυλλιακό τόπο της Αρκαδίας.”

Η νύμφη Καλλιστώ, τιμωρημένη για την αυθάδειά της να πλαγιάσει με τον Δία, περιπλανήθηκε με τη μορφή αρκούδας στα δάση της Αρκαδίας. Συνάντησε τον γιο της Αρκά, ο οποίος και επιχείρησε να την σκοτώσει.

Τραυματισμένο νεαρό θηλυκό ζαρκάδι εντοπίστηκε σε περιοχή της Αρκαδίας. Το άτυχο ζώο μεταφέρθηκε σε κτηνιατρείο προκειμένου να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, όπου και διαγνώστηκε πιθανή δηλητηρίασή του από φυτοφάρμακο.

Eντοπίστηκε από βοσκούς στην ορεινή Αρκαδία τάφος που φέρει το επίγραμμα “Et in Arcadia ego” : “Ακόμη και στην Αρκαδία, εγώ, ο Θάνατος υπάρχω”. Νεκρό βρέθηκε σε χωριό της Αρκαδίας ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Ο θάνατός τους προκλήθηκε από αναθυμιάσεις, καθώς στο δωμάτιό τους υπήρχε μαγκάλι αναμμένο με καρβουνα. Ο θάνατος, τους βρήκε αγκαλιασμένους στο κρεβάτι.

Πραγματικά ή επινοημένα γεγονότα ζωντανεύουν με φόντο το αρκαδικό τοπίο. Οκτώ χρόνια μετά το Σχεδιάσμα Β’ – Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Κωνσταντίνος Ρήγος επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με μια παράσταση για την [μάταιη] αναζήτηση της ευτυχίας. Η Αρκαδία, ως αφετηρία αλλά και ως τελικός προορισμός, θα αποτελέσει το κοινό σημείο αναφοράς των επεισοδίων που συνθέτουν την παράσταση. Δώδεκα χορευτές θα επιχειρήσουν να ανακαλέσουν στη μνήμη του θεατή εικόνες οικείες, εμπνευσμένες από τον ειδυλλιακό τόπο της Αρκαδίας. Ωστόσο, ο κόσμος της αιώνιας αθωότητας, της ευτυχισμένης και ελεύθερης ζωής έχει οριστικά πια χαθεί. Τελικά, το όνειρο της Αρκαδικής Ουτοπίας υποχωρεί κάτω από το βάρος της παράλογης καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, της αδυναμίας εξάλειψης του ανθρώπινου πόνου, της συνειδητοποίησης της θνητότητας.

Χορηγός ΤΣΑΝΤΑΛΗ  Χορηγοί Επικοινωνίας VICE / ATHENS VOICE

Σύλληψη / Χορογραφία / Σκηνογραφία:

Κωνσταντίνος Ρήγος

Δραματουργιά :

Ξένια Αηδονοπούλου

Μουσική / Ηχητική Εικόνα:

Δημοσθένης Γρίβας

Προετοιμασία Μουσικού Συνόλου:

Δημήτρης Κουντουράς

Συνεργάτης Σκηνογράφος:

Μαίρη Τσαγκάρη

Ενδυματολόγος:

Γιώργος Σεγρεδάκης

Φωτισμοί:

Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθοί Σκηνοθέτη / Επικοινωνία / Διεύθυνση Προβών:

Άγγελος Παναγόπουλος, Έλενα Σκουλά

Βοηθός Χορογράφου:

Μαρκέλλα Μανωλιάδη

Βοηθός Παραγωγής:

Χρήστος Πολυκρέτης

Ερμηνεία:

Αγγελική Γουβή, Τάσος Καραχάλιος, Τάσος Καραχανίδης, Κάντυ Καρρά, Έλενα Κέκκου, Γιώργος Κοτσιφάκης, Tadeu Liesenfeld, Ανδρονίκη Μαραθάκη, Άρης Παπαδόπουλος, Βλάσσης Πασιούδης, Νάνσυ Σταματοπούλου, Αλέξης Φουσέκης

Συμμετοχή:

Ex Silentio – Σύνολο παλαιάς μουσικής/ Φανή Αντωνέλλου – Σοπράνο, Olivier Briand – Μπαρόκ βιολί, Ανδρέας Λινός – Βιόλα ντα γκάμπα, Ηλέκτρα Μηλιάδου – Βιόλα ντα γκάμπα & Μπαρόκ τσέλο, Ιάσων Μαρμαράς – Τσέμπαλο

Παραγωγή:

Ελληνικό φεστιβάλ

Reviews
Αποτυχία ή μυσταγωγία
“Μια αναζήτηση της λύτρωσης μέσα από την καταδίκη της φθοράς."

Του Τάσου Θεοδωρόπουλου

O TAZ παρασύρεται στη «μάταιη αναζήτηση της ευτυχίας» όπως λέει το δελτίο τύπου της παράστασης. Και προσπαθεί να συνέλθει ακόμα. Για καλό ή για κακό;

Ο «προβοκατόρικος» τίτλος προκύπτει μόνο και μόνο από το ότι γνωρίζω πόσοι μαυρόψυχοι περιμένουν τους χαρισματικούς να αποτύχουν. Άκουσα κάτι χτες βγαίνοντας από το μαγεμένο ιερό άβατο της «Αρκαδίας» του Κωνσταντίνου Ρήγου με το χοροθέατρο Οκτάνα, που έκανε την τελευταία της (;) εμφάνιση στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών στο Πειραιώς 260. Και υπόσχομαι να μην μείνω σε αυτό που άκουσα και μου έκανε το νευρικό μου σύστημα κρόσια ενεργοποιώντας το ραντάρ μου απέναντι στην φιλότεχνη μικροαστική δηθενιά. Γιατί αν μείνω θα ξεχαστώ με τις κακίες μου και δε θα γράψω για την ομορφιά που βίωσα και έγινα μέτοχος.

«Επιτέλους, ο Ρήγος ξαναβρήκε τον εαυτό του» είπε μια μαντάμ που μάλλον έχει ξοδέψει μια περιουσία σε ψυχολόγους μπας και βρει τον δικό της. Για να το τελειώσω εδώ, αν ο Ρήγος πληρώνει κάτι στη σύγχρονη Ελλάδα της εύκολης σουσουδίστικης ταμπελίτσας, είναι ακριβώς το αντίθετο. Το ότι ποτέ δεν έχασε τον εαυτό του. Με σπάνια τιμιότητα και χωρίς κανένα κόμπλεξ αποφάσισε να κάνει ότι στην ουσία ο καθ’ ένας με τη φαντασία του, την εργατικότητά του και τον παιδικό του ενθουσιασμό θα ήθελε να κάνει αν δεν φοβόταν τη σκιά του. Από το χοροθέατρο στη φωτογραφία, στη σκηνοθεσία, στο στήσιμο της πίστας του Μαζωνάκη και της Πάολα, στο Εθνικό με τα «Κόκκινα Φανάρια», στο Μέγαρο με την καλύτερη μεταφορά του «Καμπαρέ» στην Ελλάδα, στα αστραφτερά μέσα στον κομψό σαρκασμό τους και την glam αποθέωση «λαϊκά» βιντεοκλίπ του.

Αν κάποιος στερούσε από τον Ρήγο το παιδικό του αλλά τόσο τίμιο και απολαυστικό παιχνίδι του με τις αντιφάσεις της καλλιτεχνικής έκφρασης, την ανακάλυψη του πολύτιμου μέσα στο ταπεινό και την ταπείνωση του ακριβοθώρητου, θα ήταν σαν να τον ευνουχίζει. Και θα του στερούσε την δεξαμενή μέσα στην οποία βούτηξε για να φτιάξει την «Αρκαδία» του. Μια χοροθεατρική λιτανεία ανάμεσα στη μνήμη και τη βασανιστική χαρακιά της στο μέλλον. Ένα ενήλικο παραμύθι βουτηγμένο σε καντηλέρια που καίνε όπιο με μυρωδιά από βυζαντινό λιβάνι. Που το καίνε ο Πάνας, ο Βιργίλιος, ο Δάντης. Οι «δημιουργοί» του «Αρκαδισμού», της έκφρασης του ιδεατού. Που όπως κάθε ιδεατό, αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπο με την εντροπία.

Μια αναζήτηση της λύτρωσης μέσα από την καταδίκη της φθοράς. Ενός νέου Μεσσία, γεννημένου από σκοτεινή μήτρα, παρατημένου και βρώμικου σε φθαρμένες πολυθρόνες, αναβαπτισμένου μέσα σε ένα τουριστικό αντίσκηνο συνδεδεμένο με τις φλέβες της καρδιάς. Δεν παραληρώ. Προσπαθώ να αποδώσω τις εικόνες της παράστασης του Ρήγου. Το δέντρο της ζωής που απέχει μια στιγμή κι ένα φως από το δέντρο του θανάτου. Όπως και η γυναικεία μήτρα. Τα γυμνά σώματα στο ταξίδι τους από το σκοτάδι στο φως και πάλι πίσω. Οι βακχικοί μύθοι σε ένα μαγικά καταστρεμμένο δάσος. Οι ανάλαφρες μεταμορφώσεις από το «Όνειρο Θερινής Νύχτας» με το ουρλιαχτό του δαίμονα στην καταστροφή του καλού. Γιατί ο δαίμονας κι αν χρειάζεται το καλό. Κακό χωρίς καλό δεν μπορεί να υπάρξει.

Όλα αυτά, τοποθετημένα σε μια μυθική περιοχή πέρα από τον τόπο και το χρόνο. Την Αρκαδία. Στους φανταστικούς πρόποδες μιας Βαβυλώνας. Με τη γλώσσα να προσπαθεί να εφευρεθεί ξανά μέσα από το σώμα. Τους σπασμούς του, τις σιωπηλές κραυγές του και την παράδοση του στην αρμονία της υποταγής. Έχω χρόνια να δω χοροθέατρο που τηρεί τους όρους της λέξης. Του χορού και του θεάτρου. Με μια συγκλονιστική ομάδα χορευτών, σε αμφισβήτηση της ίδιας τους της φόρμας να αναζητούν τον συνδετικό ιστό με τα σώματα γύρω τους. Να γδύνονται κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να αισθανθούν τον αέρα, το φως, την ελπίδα και το θάνατο. Να θυσιάσουν και να θυσιαστούν, αναζητώντας το καλό μέσα σε μια γούρνα νερού που προσπαθούν να ξεπλύνουν το κακό με πιθανό κόστος να τη μολύνουν.

Επιστρέφοντας από το μέλλον στο παρελθόν ξανά και ξανά. Εφευρίσκοντας τεχνάσματα εξορκισμού μέσα από την αμείλικτη λογική της φύσης. Και θυσιάζοντας αναπόφευκτα, τον βρώμικο Ιησού, φορτώνοντας του τα βάρη ενός κόσμου σε συνεχή ροή. Ενός κόσμου που η μόνη του σταθερή είναι ένας κορμός δέντρου. Που κι αυτός πέφτει σαν σταυρός. Καταπλακώνοντας την ελπίδα και ίσως αφήνοντας μέσα από το σκοτάδι, την ελπίδα για ένα νέο φως.

Οι φωτισμοί στην παράσταση του Ρήγου από τον Σάκη Μπιρμπίλη είναι μια παράσταση από μόνη της. Μια μεταφυσική χοάνη που κρύβει και αποκαλύπτει διαφορετικά πράγματα από ότι νομίζεις πως βλέπεις, παίζοντας συνεχώς με τις προσλαμβάνουσες σου. Και τα σκηνικά που ακολουθούν τη λογική του ονείρου, μέσα σε μια αφαιρετική, αλλά τόσο πλούσια αισθητικά στο αποτέλεσμα της, λιτότητα υπέρβασης του σκηνικού χώρου. Το ανησυχητικά εθιστικό στον κρυφό εφιάλτη και πόθο του, ηλεκτρονικό ηχοτόπιο της αρχής, διαδέχεται το ζωντανό στη σκηνή σύνολο των Ex Silentio με προκλασικές μουσικές κι απόκρυφες επικλήσεις στην ουτοπία ενός χαμένου παραμυθιού, μέσα από την ευγενικά αμείλικτη φωνή της σοπράνου Φανής Αντωνέλου.

Το τέλος γίνεται αρχή κι η αρχή τέλος. Από την αρχή της παράστασης, όταν είσαι ακόμα στον προθάλαμο. Με το λογότυπο του «Arkadia», σχηματισμένο από χρυσαφί φουσκωτά μπαλόνια σε σχήμα γραμμάτων, σαν την είσοδο σε ένα pop πάρτυ. Κι από κάτω, μπουκάλια κρασιού με αναμμένα κεριά, στη μνήμη ενός Διόνυσου που έγινε Ιησούς σε μοναστήρι να απαιτούν την ανάλογη ευλάβεια. Και το pop, μια παρεξηγημένη από ότι κατάλαβα λέξη, μιλώντας με ανθρώπους μετά την παράσταση και λέγοντάς τους τη γνώμη μου, να εντάσσεται μέσα στην «Αρκαδία».

Όχι σαν φτηνός εντυπωσιασμός, αλλά σαν ουσιαστική σεβαστική μετεγγραφή του όρου σε μια χορευτική ιεροτελεστία. Από τη στιγμή που μια βυζαντινή αγιογραφία, είναι στην ουσία «pop art». Ο έρωτας, η γέννηση κι ο θάνατος είναι «pop art». Ο Ιησούς – Διόνυσος είναι “pop art”. Κι εδώ χωρίς να μειώνω επ’ ουδενί την απίστευτη παρουσία όλης της ομάδας, επιτρέψτε μου να γράψω για τον ηθοποιό Βλάσση Πασιούδη, που δίνει ζωή και τρέμουλο καρδιακού παλμού και σιωπηλού βογκητού, στην μεσσιανική του παρεμβολή και κορύφωση του μύθου της παράστασης.

Η ευλάβεια κι ο τρόμος, σαν μαζικό, καταλυτικό συναίσθημα είναι επίσης pop. Δεν είναι μόνο για τους δυσκοίλιους σοβαροφανείς. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος όμως είναι ένας άνθρωπος με απίστευτο χιούμορ. Τεράστιες μελαγχολίες και μεγάλες ευθυμίες. Είναι ένα χορευτικό πάρτι κάθαρσης στα χαλάσματα ενός ιερού που αποκτάει ζωή μέσα από το χορό. Γι αυτό και με την «Αρκαδία», ένα απίστευτα ριψοκίνδυνο εγχείρημα, πετυχαίνει έναν θρίαμβο που στα χέρια άλλου θα ήταν καταστροφή. Ένα εικαστικό, χοροθεατρικό και συναισθηματικό σπάραγμα, που ψάχνει βολβούς δημιουργίας στα ερείπια της καταστροφής. Κλαίγοντας για τη χαμένη ουτοπία, δίνοντας μας όμως ελπίδα μέσα από την τέχνη του για την επανεφεύρεση της.

Σε μια παράσταση απίστευτης δουλειάς και κόπου που παρουσιάστηκε για δύο μόνο μέρες στο Φεστιβάλ Αθηνών. Αλλά κάτι μου λέει, πως θα την ξαναδούμε. Όχι μόνο στην Αθήνα το χειμώνα, αλλά και σε άλλες διεθνείς διοργανώσεις. Όχι επειδή απλά μου άρεσε. Αλλά γιατί αυτή είναι η Ελλάδα που αγαπάω. Στο σημείο τομής της δικής της παράδοσης και μυθολογίας, με την Ευρωπαϊκή κουλτούρα και τις πανανθρώπινες μνήμες.

Το κρυφό νόημα της Αρκαδίας
"Μια παράσταση που μιλά για τη νοσταλγία της ευτυχίας."

Μια παράσταση που μιλά για τη νοσταλγία της ευτυχίας. Τον ιδεατό τόπο της Αρκαδίας και την αιώνια επιστροφή σ’ αυτόν παρουσίασε τη Δευτέρα και την Τρίτη, 16 και 17/6, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260) η «Οκτάνα» του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Δυναμική, καλοδουλεμένη χορογραφία, αισθητική πληρότητα στη σκηνογραφία, ευρηματικότητα στους φωτισμούς και σφιχτός ρυθμός, ολοκληρωμένη εικόνα των συμβολισμών και αφηγηματική πρωτοτυπία: να τα γνωρίσματα της εξαιρετικής αυτής παράστασης. Βουκολική αθωότητα, φυσική ζωή, ερωτισμός, ψηλοί κορμοί δέντρων κι εξωτικά πουλιά, μια Εδέμ αρχετυπικής γυμνότητας λουσμένη στο φως ενός ήλιου τροπικού, και ξάφνου ένας προοιωνισμός θανάτου, η καταστροφή, ο ξυλοκόπος, η φωτιά, το σκοτάδι και το κρύο, μια τεράστια αράχνη, η μετάλλαξη της ζωής. Οδυνηρή καταβύθιση στο ασυνείδητο της ανθρώπινης ύπαρξης, κύκνειο άσμα για το οικολογικό αδιέξοδο, την απώλεια της σωματικότητας, τον τεχνικό πολιτισμό που εισβάλλει στα άλση των νυμφών, σπαρακτική κραυγή στη διαπίστωση της επίγειας Κόλασης: της Ουτοπίας, του συμβολικού τέλους του πλανήτη που πρέπει να επανεποικισθεί και του ανθρώπου που πρέπει ν’ αναγεννηθεί σαν τον μυθικό Φοίνικα.

Εκ της κόνεώς τους

Το γυμνό κορμί των χορευτών είναι το αντικείμενο λατρείας του χορογράφου, που εμπνεύσθηκε τη συγκεκριμένη παράσταση από τις πυρκαγιές στην ορεινή Αρκαδία το 2011 και το 2012. «Όλη αυτή η καταστροφή με οδήγησε σε μια μεταφυσική διάσταση επάνω στο θέμα αυτό», λέει και συνεχίζει: «Σε συνδυασμό με το κίνημα του Αρκαδισμού θεώρησα ότι μπορεί να συμβολίζει το τέλος μιας εποχής: ο άνθρωπος έχει χάσει πλέον την επαφή του με τη φύση, με την ακριβή διάσταση των πραγμάτων, με το σώμα του, με την ενατένιση. Καθώς όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο συμβολίζουν την ευτυχία, αποκρυσταλλώθηκε μέσα μου η σκοτεινιά τού Μετά. Τι συμβαίνει μετά, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει κάπου φως, όταν ο πολιτισμός βυθίζεται. Επί της ουσίας πρόκειται για τη μάταιη αναζήτηση ενός διεξόδου».

Η σκηνή ανοίγει με τους χορευτές σε αδαμιαία περιβολή, να ιχνηλατούν την είσοδο ενός συμβολικού δάσους, το μυστήριο του οποίου τους σαγηνεύει: «Οι άνθρωποι-δορυφόροι στο μαγικό δάσος-πλανήτη της παράστασης είναι σαν χαμένοι. Φτάνουν εκεί, το δάσος τους απορροφά ολοκληρωτικά και το επόμενο βήμα είναι μαύρο. Γι’ αυτό και όλη η παράσταση είναι μαύρη», λέει ο χορογράφος[2]. Η ομάδα των ανθρώπων παρελαύνει σε μια ποιητική τελετουργία αναγέννησης, βλαστικού οργασμού και λυτρωτικής φωτολουσίας στις πηγές των υδάτων. Η αναπόληση της Αρκαδίας ως τόπου μακαριότητας και ευδαιμονίας διατρέχει την παράσταση, ενώ το Cold song του Henry Purcell (γνωστό και από τη φωνή του Κλάους Νόμι) ερμηνεύεται ζωντανά από σύνολο μπαρόκ μουσικής με τσέμπαλο, δύο βιόλες, βιολί, τσέλο και φωνή.

Όμως το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη, καθώς μια σειρά από απειλητικές μορφές εισβάλλουν στο τοπίο κι επιτελούν το έργο του θανάτου. Η συστάδα των δέντρων μετατρέπεται σε μυητικό λαβύρινθο ζόφου, όπου ένας άλλος Μινώταυρος παρελαύνει ακροπατώντας στα πεσμένα σώματα. Ο homo vegetalis που αναδύθηκε από τους αυλούς και τα τρεχούμενα νερά μετατρέπεται σε εφιαλτική μετάλλαξη, αποκύημα ενός μαύρου χνουδωτού εντόμου/τέρατος, φαύνος του ολέθρου, πίθηκος που ουρλιάζει απελπισμένα αντικρίζοντας το πλακωμένο κορμί του ανθρώπου.

Et in Arcadia ego

Στις Εκλογές του ο Βιργίλιος είχε εξιδανικεύσει το ορεινό τοπίο της Αρκαδίας, όπως είχε πρωτοεμφανιστεί στα Ειδύλλιατου Θεόκριτου, και το τοποθέτησε στην περιοχή αυτήν της Πελοποννήσου (Εκλογές, VII και X). Ο Λορέντζο των Μεδίκων ανέκτησε την αρχική ιδέα κατά τη φλωρεντινή Αναγέννηση, ενώ ο Γιάκοπο Σαναζάρο στην Arcadia (1504) επανέφερε την εμμονή αυτήν στην Αρκαδία ως σε locum idealis όπου κάθε τι το ειδυλλιακό λαμβάνει χώρα, όπου η φύση διατηρεί την ιερότητά της ως άδυτο των νυμφών, κι όπου εν τέλει και ο ίδιος ο Θάνατος ξεχνιέται και ξεμένει. Ο Γκουερτσίνο συγκεκριμενοποίησε αυτό το memento mori στη Βενετία του 16ου αιώνα, με την επιγραφή ET IN ARCADIA EGO, στο γνωστό πίνακα της Galleria Nazionale d’Arte Antica της Ρώμης, υιοθετώντας τη μπαρόκ σκιά του τάφου ως αλληγορία της σκιάς που αφήνει ως ίχνος πάνω στα θνητά πράγματα ο Θάνατος.

Πρόκειται για την καλλιτεχνική απάντηση της ανθρωπότητας στην πρόκληση της θνητότητας, ανάλογη με την παρτίδα σκακιού που παίζει ο Ιππότης με τον Χάρο στην Εβδόμη Σφραγίδα του Μπέργκμαν. Η παρτίδα θα χαθεί, γιατί ο Χάρος θα στήσει ενέδρα στον άνθρωπο. Αλλά το raison d’ être της Τέχνης είναι να συμφιλιώσει τα αντιφατικά συναισθήματα του φόβου και της απώλειας, να απαλύνει τη σκληρότητα που εγκλείει η παράλογη παραδοχή της θνητότητας, ν’ ανακαλέσει τους απολεσθέντες αγαπημένους, να παρηγορήσει τους εναπομείναντες πενθούντες, να υπερβεί την ατομικότητα και να ενώσει τον άνθρωπο με την κοσμική ενέργεια. Καθώς η φράση ET INARCADIA EGO δεν έχει, στα λατινικά, σαφές υποκείμενο, μεγάλος αριθμός παρερμηνειών οδήγησε, τελικά, στη βεβαιότητα πως το υποκείμενο είναι μια προσωποποίηση του Θανάτου. Ο Νικολά Πουσέν θα πρέπει να το γνώριζε αυτό όταν, στον περίφημο ομώνυμο πίνακά του, αναπαρέστησε την εικόνα που οι ευρωπαίοι ρομαντικοί κληρονόμησαν για το τοπίο της Αρκαδίας, ως αλληγορία του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αντίστοιχα, το εφήμερο, το καθημερινό, δεν έχουν θέση στην παράσταση του Ρήγου, αντίθετα, παραχωρούν έδαφος στο τελεστικό και στο ιερό, ενώ τα κορμιά των χορευτών δεν αφήνουν πίσω τους συγκεκριμένη ταυτότητα, ει μη μόνον το ίχνος της σχέσης που συνήψαν βάσει συγκεκριμένης κινησιολογικής επιλογής. Πρόκειται για διαδοχικούς «εποικισμούς» του πλανήτη Γη, με τελευταίο ελευσόμενο τον Θάνατο, που με κυνισμό τον εμφανίζει ο χορογράφος επί σκηνής.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος το 1990 δημιούργησε την ομάδα «Οκτάνα» και λίγους μήνες μετά κέρδισε το δεύτερο Βραβείο στο Διαγωνισμό Νέων Χορογράφων του Δήμου Αθηναίων, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης. Από τότε η μία παράστασή του διαδέχεται την άλλη: Γάμοι, Δωμάτιο 5, Κήπος, Δάφνις και Χλόη, Αθλητής, 5 εποχές, Ξενοδοχείο Ορφέας, Ίκαρος- Αιφνίδια αποσυμπίεση, Η κυρία με τις Καμέλιες, Ρινγκ, Ουτοπία. Η σοβαρή χορογραφική του δουλειά τον οδήγησε για πέντε χρόνια στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του χοροθεάτρου του ΚΘΒΕ.

Αρκαδία, Άλλοτε και τώρα
" Για την ανάσα, που δεν ήρθε ποτέ."

Οι συμπτώσεις της ζωής έφεραν τα τελευταία 20 χρόνια να διασχίζω κάθε καλοκαίρι την Αρκαδία καθοδόν για το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Την παλιά, εφιαλτική, όλο στροφές «εθνική» οδό, τα τμήματα που επιδιόρθωναν ή δημιουργούσαν παρακαμπτηρίους – για να γκρεμιστούν ή βουλιάξουν μέσα σε ένα χρόνο –, τα νέα τούνελ, τις ασφαλτοστρώσεις, και γύρω τα υπέροχα δάση, το άφθονο πράσινο. Μετά ήρθαν οι πυρκαγιές και το φρικαλέο αποτέλεσμα σίγουρα δεν θα είχαν υποπτευθεί όλοι οι «τέως» πρόγονοι βουκολικοί ποιητές από την αρχαία Ελλάδα στη Ρώμη, από την Αναγέννηση στο Ροκοκό, στις ρομαντικές εξάρσεις. Βιργίλιος και Λόπε ντε Βέγκα, Σαναντζάρο και Λαμαρτίνος, Γουέντσγουερθ και Γεωργία Σάνδη… και βέβαια «Οι Βοσκοί της Αρκαδίας» του Πουσέν δίπλα στην «Αναχώρηση για τα Κύθηρα» του Βατό (κι εκεί καήκανε…).

Η νέα πρόταση του Κώστα Ρήγου, με το αειθαλές (χτύπα ξύλο!) Χοροθέατρο Οκτάνα, «Αρκαδία» αποδείχθηκε δύσκολη, δύσπεπτη, δυσάρεστη, δυσοίωνη. Από τον ηλεκτρονικό εναρκτήριο βόμβο, στον «τραγικό» (για τον 17ο αι.) ή «περιγραφικά» ανέμελο απόηχο του Χένρι Περσέλ, το θέαμα δεν μας άφησε ούτε μια στιγμή να ανασάνουμε κάτι από τον παλιό «πράσινο» αγέρα των βουνών της Αρκαδίας. Αγριος ο χώρος, η ομίχλη και οι αλγεινές εντυπώσεις μιας επερχόμενης ιεροτελεστίας, μύθοι και θρύλοι – εγχώριοι και αλλοδαποί που ανακαλούσαν τον Δία και την Ευρώπη, τον Μινώταυρο και την Πασιφάη, τον Χρυσούν Μόσχον – σφάλμα η περίφημη άρια του Παγωμένου Βορρά («Βασιλιάς Αρθούρος») να αποδοθεί από σοπράνο, βαρύτονος απαιτείται. Τελικά άνθρωποι και όντα στην αισθητική (πάλι; για πάντα;) του άσπρου – γκρι – μαύρου – όμως εδώ με το υπέροχο χρώμα της σάρκας των γυμνών ερμηνευτών και τις παρεμβολές της πυρακτωμένης φύσης – όλα αυτά πού οδηγούσαν άραγε; Κρυφή ελπίδα: ένα αισιόδοξο, έστω και immitation, happy end. Για την ανάσα, που δεν ήρθε ποτέ. Σφάλμα (πάλι ανακαλύπτω ένα χαμένο φινάλε) που η παράσταση δεν έληγε εκεί που ο θίασος σβήνει τα κεριά – τις φλόγες; – από τον ψηλό κορμό ενός δέντρου.

Θίασος: 12 χορευτές διεθνούς επιπέδου γυμνοί, ημίγυμνοι, ντυμένοι, έξοχοι στο συνολικό κινησιολογικό/χορευτικό αιτούμενο. Εκλεκτό το άγνωστό μου Σύνολο Παλιάς Μουσικής Ex Silentio με τη σοπράνο του. Οι συντελεστές (εδώ μόνον… 8;) αποτελεσματικοί σε όλες τις απαιτήσεις του Ρήγου που δεν ήταν λίγες. Και εντέλει – ας αφήσω την γκρίνια: τι κρίμα που μία τέτοια τόσο αξιόλογη ελληνική πρόταση/παράσταση που υπερτιμά το Φεστιβάλ Αθηνών 2014 περιορίστηκε σε δύο μόνο παρουσιάσεις (Πειραιώς 260, 17/06).

Prv Back to all Nxt