Rocky Horror Show

Θέατρο Ρεξ
SHARE THIS
Σκηνοθεσία / Χορογραφία / Σκηνογραφία:

Κωνσταντίνος Ρήγος

Μετάφραση:

Σήλια Γεωργιάδη

Απόδοση στίχων:

Γιάννα Βασιλείου, Σήλια Γεωργιάδη

Ενορχήστρωση:

Δήμος Αναστασιάδης

Φωνητική διδασκαλία:

Γιάννα Βασιλείου

Συνεργάτης σκηνογράφος:

Ζήσης Παπαμίχος

Κοστούμια:

Γιώργος Σεγρεδάκης

Σχεδιασμός φωτισμών:

Σάκης Μπιρμπίλης

Σχεδιασμός ήχου:

Γιάννης Βενιός

Βοηθοί σκηνοθέτη:

Άγγελος Παναγόπουλος, Έλενα Σκουλά

Διεύθυνση ορχήστρας:

Κώστας Γκαγκαστάθης

Διανομή:

usherette/ magenta: Βασιλική Τρουφάκου
brad majors: Μάξιμος Μουμούρης
janet weiss: Νάντια Μπουλέ
riff raff: Ιβάν Σβιταϊλο
columbia: Τζένη Θεωνά
frank’n’furter: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
rocky: Νάσος Παπαργυρόπουλος
eddie: Γιάννης Τσεμπερλίδης
dr.Scott: Κλέων Γρηγοριάδης
Στον ρόλο του αφηγητή ο Γιώργος Μαζωνάκης
φαντάσματα: Γιάννης Μοραϊτης, Χρήστος Νικολάου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου, Ηρώ Χαλκίδη

Παραγωγή:

People Entertainment

Reviews
Rocky Horror Show και Ρήγος ανατίναξαν το Rex

Πολύ φοβάμαι ότι είναι μια από αυτές τις φορές που συγγραφικά πρέπει να δαμάσω την ροπή μου να γράψω 10.000 λέξεις από ενθουσιασμό, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο Rocky και ο Κωνσταντίνος Ρήγος να βάλουν το χέρι τους. Ο Ρήγος το έβαλε ήδη εκεί που έπρεπε, εννοώ στην παράσταση και με τον καλύτερο τρόπο. Ελάχιστους μήνες μετά το εκλεκτικά ονειρικό χορογραφικό ντελίριο του «Αρκαδία» στο Φεστιβάλ Αθηνών, αποδεικνύει με τον πιο εκρηκτικό τρόπο την ευλυγισία του, τις γνώσεις του και το σεβασμό του σε όλες τις μορφές του θεάματος και της τέχνης.

Δε νομίζω ότι υπήρχε καλύτερη επιλογή από αυτόν για την αναβίωση του θρυλικού μετά – μιούζικαλ. Ενός φαινόμενου που ξεκίνησε το 1973 από τον Ρίτσαρντ Ο’ Μπράιαν. Με τραβεστί εξωγήινους, σεξομανείς Φρανκενστάιν και «καρότσια» από ζαρτιέρες και γόβες για όλους τους πρωταγωνιστές. Ακούγεται σαν πλάκα και έχει τρελό κέφι όντως, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι το ανέβασμά του ειδικά για το ελληνικό κοινό. Γιατί μπορεί να πέρασαν 40 χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση, όμως στα εγχώρια στάνταρ του μέσου και ειδικά του αμύητου θεατή, μοιάζει σαν avant garde πρωτοπορία. Η μεγάλη μαγκιά του Ρήγου στην ελληνική «μετάφραση» ήταν ακριβώς αυτή. Το πώς συνδύασε την αγάπη του για έναν κλασσικό θεατρικό θρύλο, με την απενοχοποιημένη λογική της πίστας, και ταυτόχρονα την αίσθηση της απελευθέρωσης από κάθε φορεμένη ταυτότητα, φρεσκάροντας το «κλασσικό» σε ελληνική μετάφραση, χωρίς έκπτωση όμως στον διεθνή του χαρακτήρα.

Όπως λέει κι ένα από τα πολύ προσεχτικά διασκευασμένα στην ελληνική τραγούδια (από τις Γιάννα Βασιλείου και Σήλια Γεωργιάδη): «Μην το ονειρεύεσαι, ζήσ’ το». Και αυτή την παράσταση τη ζεις, δεν την παρακολουθείς απλά, όπως τη ζουν εκατομμύρια φανατικοί θεατές σε όλον τον κόσμο εδώ και χρόνια. Eιδικά μετά την κινηματογραφική της διασκευή το 1975. Με τους θεατές να ντύνονται όπως ο αγαπημένος τους ήρωας, να ξέρουν ατάκες και ουσιαστικά να συμμετέχουν. Εκεί ήταν που στην χτεσινή πρεμιέρα στο Rex πήγε να γίνει και η μανούρα με τον Μαζωνάκη και έψαχνα να βρω την έξοδο κινδύνου. Ο Μαζωνάκης παίζει το ρόλο του αφηγητή που λέει διάφορες επιστημονικές μπουρδολογίες και η παράδοση της παράστασης είναι όποτε εμφανίζεται και διακόπτει την πλοκή οι θεατές να του φωνάζουν «βαρεθήκαμε». Hard Rock αυτό για την Ελλάδα και ειδικά σε επίσημη πρεμιέρα που όλες στο κοινό αισθάνονται Μαρία Αντουανέτα και κάνουν μπιντέ στη σοβαροφάνεια αλλά το τόλμησα.

Άρχισα να του φωνάζω «booooring, φύγε, βαρετός». Στο καραούλι οι ταξιθέτριες να με αρπάξουν σηκωτό. Ο Μαζώ σούπερ κουλ. Την τρίτη φορά που τον ξεφώνισα απαντάει με αντανακλαστικά αίλουρου «you are booooring». Βγαίνουν η Τζάνετ και ο Μπραντ (το αρραβωνιασμένο πρωταγωνιστικό ζευγάρι) και κάθε φορά που ο ένας λέει το όνομά του άλλου, πετάγομαι και ουρλιάζω «τσούλα, μαλάκα» ξανά και ξανά. Ευτυχώς για τη σωματική μου υγεία ο Ρήγος είχε ενημερώσει τους συντελεστές (ελπίζω) και στο δεύτερο μέρος ο ίδιος ο πρωταγωνιστής παρότρυνε τον κόσμο να συμμετέχει. Το ξαναγράφω, μεγάλο το στοίχημα του Ρήγου. Σιχαίνομαι τις επίσημες πρεμιέρες γιατί συνήθως τις παρακολουθούν κρυόκωλοι επώνυμοι που το μόνο που τους νοιάζει είναι να πουν μια μαλακία στις κάμερες που είναι στημένες απ’ έξω. Πρώτη φορά είδα επίσημη πρεμιέρα με τον ηλεκτρισμό να μεταδίδεται στο κοινό και να χειροκροτεί όχι από υποχρέωση.

Εντάξει το σοκ για τον άσχετο με το σύμπαν του «Rocky Horror Show» είναι δεδομένο εξ’ αρχής. Ηλίθιο ζευγάρι νιόπαντρων νύχτα με βροχή καταλήγει σε τρομακτικό κάστρο, ιδιοκτησία σεξομανούς αμφισεξουαλικού εξωγήινου τραβεστί από τον πλανήτη Τρανσιλβάνια. Ο οποίος έχει σαν ακόλουθους νυμφομανείς υπηρέτριες, καμπούρηδες υπηρέτες και θέλει να δημιουργήσει σαν σύγχρονος Φρανκεστάιν έναν άντρα μηχανή του σεξ για την προσωπική του απόλαυση. Μόνο που τα πράγματα πάνε λίγο ως πάρα πολύ στραβά, όλοι αρχίζουν να πηδιούνται με όλους και κρυφές συνομωσίες να αποκαλύπτονται.

Ο Ρήγος φαίνεται να έχει μέσα του έναν μεταλλικό μετρονόμο όσον αφορά την εξοικείωση σου με το εξωφρενικό στο σημείο που σου φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό. Κι αυτό οφείλεται αφ’ ενός σε τεράστιο βαθμό στο χειρισμό των ηθοποιών του σαν σύνολο, αφ’ ετέρου στο πως σου αποκαλύπτει τις προθέσεις του σταδιακά, σαν ξεφλούδισμα πορτοκαλιού. Τους ηθοποιούς, τους κουρδίζει σε συγχρονισμό σαν χορογραφία ακόμα κι αν δεν χορεύουν, να συμμετέχουν όλοι, ακόμα και οι μικροί ρόλοι στο πάρτι. Δεν έχω λόγια για τον Μαζωνάκη ουσιαστικά καθισμένο σαν σοβαρός επιστήμονας σε ένα γραφείο. στην άκρη της σκηνής να παραδίδει μαθήματα αυτοσυγκράτησης και κομψού αυτοσαρκασμού όσον αφορά έναν σταρ του βεληνεκούς του, ασυνήθιστο σε έναν τέτοιο ρόλο. Με τον ίδιο να ερμηνεύει το τελευταίο υπέροχο τραγούδι της παράστασης (όλα τα τραγούδια είναι σούπερ) κλείνοντας έτσι μέσω του Ρήγου που το συνηθίζει αυτό, το μάτι στο κοινό.

Από κει και πέρα ποιον να αναφέρω; Την έκπληξη της Νάντιας Μπουλέ ως «τσούλα» Τζάνετ; Την είχα δει σε μικρό ρόλο στο «Καμπαρέ», πάλι είχα πάθει πλάκα και με τις φωνητικές τις ικανότητες και τη σκηνική της παρουσία, αλλά εδώ γίνεται της Μεταμόρφωσης, βοήθεια μας. Και σε ρόλο με κωμικά και ξεφτιλιζέ στοιχεία, όχι της ντίβας, τον οποίο ρόλο η ίδια τον διασκεδάζει σαν παιδί σε παιδική χαρά. Τον Μάξιμο Μουμούρη στο ρόλο του συντρόφου της, «μαλάκα» Μπραντ που βγάζει τα δύο τρίτα του έργου με βρακί και ρόμπα, καταφέρνοντας παρά τη γελοιότητα της κατάστασης να κρατήσει τη βλακώδη απάθεια του μέσου αμερικάνου στο βλέμμα του βγάζοντας σωματικό (δύσκολο πράγμα) γέλιο αν και είναι κούκλος; Την εύθραυστη συνήθως Τζένη Θεωνά σε ρόλο σκύλας υπηρέτριας – ντισκομπάλας και ψιλολεσβίας σαν Κολούμπια; Όπως ακριβώς και η Βασιλική Τρουφάκου στο ρόλο της Ματζέντα; Τη μικρή αλλά τόσο απολαυστική εμφάνιση του Κλέωνα Γρηγοριάδη ως Δρ Σκοτ που ξεσήκωσε την αίθουσα;

Τη μεταμόρφωση του καράτεκνου, χορευτή ως τώρα, Ιβάν Σβιτάιλο σε σατανικό Ριφ Ραφ; Το «σώμα γυμναστηρίου – καβάλος πίστας» Νάσο Παπαργυρόπουλο ως Ρόκι που ενώ καλείται να παίξει την άμυαλη μηχανή του σεξ, αποδεικνύει ότι υποκριτικά και οι «σφίχτες» έχουν ψυχή με ατάκες από το πουθενά που τις υποστηρίζει με αφοσίωση; Και φυσικά τον ιδιοκτήτη του κάστρου του τρόμου. Τον Φρανκ – Ν – Φέρτερ με τα χαρακτηριστικά του Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Ειδική περίπτωση ηθοποιού σε ρόλο παγίδα μέσα σε έργο παγίδα. Ας ξεκινήσουμε από το γιατί το έργο είναι παγίδα. Υποθετικά είναι μια παρωδία φόρος τιμής στα b movies της δεκαετίας του 30 και του 40. (Aναρωτιέμαι πόσοι από το κοινό καταλαβαίνουν την αναφορά ενός τραγουδιού στη Φέι Ρέι, την πρωταγωνίστρια του πρώτου Κινγκ Κονγκ από το 1933).

Ξέρω ότι πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο και θα επιστρέψω στο θέμα του Κωνστνατίνου Ασπιώτη αλλά ο Κωνσταντίνος Ρήγος, που εκτελεί χρέη σκηνοθέτη, σκηνογράφου, χορογράφου, μαζί με το συνεργάτη σκηνογράφο του και blade runner αρχιτέκτονα Ζήση Παπαμίχο, έχουν κάνει ότι μπορούν για να εξοικειώσουν οπτικά το κοινό με τη μαγεία αυτών των b movies. Mέσα από μια διεστραμμένα διασκεδαστική χωροταξία μινιμαλιστικού μαξιμαλισμού. Αντίφαση; Μα αντίφαση είναι όλο το σύμπαν του έργου. Σκηνογραφικά διατηρείται μια «δίπατη» φαινομενικά φτηνή λιτότητα που αποτελείται από δύο θαλάμους, ας πούμε έναν «γονιμοποίησης» κι έναν δημιουργίας με ημιδιάφανο πλέξιγκλας. Ανάμεσα σε σκαλωσιές, τηλεοπτικές οθόνες και διάφορα άλλα που είναι τόσο όσο και άκρως λειτουργικά. Το σκηνικό όπως και οι προθέσεις του σκηνοθέτη όσον αφορά την προσέγγιση του στο έργο αποκαλύπτονται αργά και σταδιακά. Αρχικά με μια ντίσκο καμπαρέ κουρτίνα από κρόσια που καλύπτει όλη τη σκηνή. Μετά από διάσπαρτες οθόνες τηλεοράσεων που μεταξύ άλλων προβάλλουν το σήμα της θρυλικής RKO, της κινηματογραφικής εταιρείας μύθος για παραγωγές ταινιών τέτοιου είδους μαζί με αποσπάσματα.

Κι αργότερα με ένα προσεγμένο παιχνίδι ανάμεσα στη «φτήνια» αυτών των ταινιών και τη μαγεία που αντανακλούσαν, με τη βοήθεια των φωτισμών από το Σάκη Μπιρμπίλη και το Γιώργο Φωκιανό – αποκορύφωμα η σκηνή του σεξ πίσω από το πλέξιγκλας. Βασικά όλες οι σκηνές που υπονοούν ή εμπεριέχουν συνουσία είναι αποκορύφωμα. Χορογραφημένες με έναν κωμικοτραγικό τρόπο απελπισίας και ατσαλοσύνης, όπως τα πάντα σε αυτό το χαοτικό σύμπαν. Εκεί πάμε στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου από το Ρήγο. Γιατί αυτό που ξεκινάει από έναν ξέσαλο φόρο τιμής στα b movies, καταλήγει παράδοξα σε έναν ύμνο στη διαφορετικότητα, την επιθυμία, το κυνήγι της ουτοπίας. Το ροκ πάρτι γίνεται χαρμολύπη και αντίστροφα. Τη μία στιγμή ο σκηνοθέτης εκτοξεύει τις pop εμμονές του και την άλλη τις περιορίζει σε μικρές πινελιές από μποά και φτερά τονίζοντας ακόμα περισσότερο την ιδιαιτερότητα και την ηθελημένη αντίφαση που είπαμε και πριν. Με ένα καταπληκτικό σετ τραγουδιών για να μην ξεχνιόμαστε.

Πάμε πάλι πίσω στον πρωταγωνιστή Φρανκ – Ν – Φέρτερ Κωνσταντίνο Ασπιώτη. Αυτό λοιπόν το παλληκάρι, εκ των πραγμάτων, ως πρωταγωνιστής, επωμίζεται να αντανακλάσει όλες τις προθέσεις και του δημιουργού του έργου και του έλληνα σκηνοθέτη του. Και να το κάνει αυτό βγάζοντας δυο ώρες παράσταση δρόμο με κορσέ, ζαρτιέρες, γόβες, κάνοντας σεξ με το μισό σχεδόν θίασο και τραγουδώντας ταυτόχρονα. Το κάνει με τον πιο “δουλεμένα” υποκριτικάμ, “αφελή” επιφανειακά, τρόπο. Χωρίς να «κράζεται» ούτε στιγμή. Ένα πανσεξουαλικό εξωγήινο ον με ανεξέλεγκτες ερωτικές ορέξεις, δολοφονική ευαισθησία, ξεκαρδιστικό κυνισμό και κρυφή, αυτοκαταστροφική γνώση του ότι δεν χωράει σε αυτήν την πραγματικότητα.

Aυτό είναι το μοναδικό σύμπαν του “Rocky Horror Show”. Kαι μολονότι στη συγκεκριμένη θεατρική του μορφή, δεν έχει ακόμα την απαραίτητη αλληλεπίδραση με τον κόσμο, κάτι που του στερεί αρκετά από το χαβαλέ αλλά σταδιακά θα την αποκτήσει τουλάχιστον σε ένα βαθμό, με ειδικές παραστάσεις όπως έμαθα. Γιατί η αλήθεια είναι πως καθημερινά το Rex να γεμίζει ρύζια και κωλόχαρτα που κανονικά πετάνε στις παραστάσεις του εξωτερικού ο ένας θεατής στον άλλο, χειρουργικά γάντια στη σκηνή της γέννησης του Ρόκι και νεροπίστολα, είναι κομμάτι δύσκολο. Αν και πάλι με στιλ και υπονοούμενο ο Ρήγος δίνει το σήμα από τη σκήνη, όπως στη σκηνή της βροχής, οπότε αναμένεται η συνέχεια.

Το μεγαλύτερο θεατρικό πάρτι της πόλης είναι εδώ κι αυτό είναι το θέμα. Και μυημένος να μην είσαι, θα σε σεβαστεί (για να γίνεις εξαρτημένος και να σε διαφθείρει εντελώς). Η κακή (εντός ορίων) συμπεριφορά είναι ευπρόσδεκτη. Και η «καρέκλα ασφαλείας» σου θα αποδειχτεί πολύ μικρή για να σε συγκρατήσει. Όχι μόνο στο Rex αλλά και στη ζωή σου γιατί αυτό είναι το ζητούμενο.

Όσο για τον «έξαλλο» Μαζώ, χωρίς να έχουμε γνωριστεί ποτέ εκτός από μια αρχαία συνέντευξη, με πέτυχε στο after party. Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι πάμε για φονικό (κάποιος με κάρφωσε). Με σβερκώνει και με ένα γέλιο παιδιού σε έξαψη άρχισε να μου φωνάζει «boooooring». Ό,τι ακριβώς δεν είναι αυτή η παράσταση. Ό,τι ακριβώς δεν είναι και ο ίδιος, τόσο αξιαγάπητος, λορδομαγκοευαίσθητος, αλλά αυτό είναι άλλο άρθρο.

ΠΗΓΗ: http://provocateur.gr/post/4957/theatralle-ldquo-rocky-horror-show-rdquo-kai-rhgos-anatinaksan-to-rex-ndash-poios-ekane-eksallo-ton-mazwnakh-fwto-binteo-kritikh

Είδαμε Rocky Horror Show

Το μυαλό σου θα διακτινιστεί…η καρδιά σου θα ανατιναχθεί

Ήταν η τρίτη φορά που θα έβλεπα στην σκηνή έργο του Κωνσταντίνου Ρήγου και σκέφτηκα πως, αν κι αυτή τη φορά έφευγα μαγεμένη, δεν θα ήταν σύμπτωση, αλλά συνομωσία… και ήταν!

«Rocky Horror Show» στο διαμορφωμένο κατάλληλα χώρο, στο REX, με είσοδο σε μπαρ και δυνατή μουσική. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη και μάλιστα ευχάριστη, γιατί όλα τα παιδιά στην είσοδο και στο μπαρ, εκτός από εξυπηρέτηση, σου προσφέρουν και τέτοια διάθεση, που αμέσως νιώθεις τόσο οικεία, τόσο χαλαρός, τόσο έτοιμος να μπεις σε ένα ταξίδι μυστηρίου και αισθήσεων, στο ίδιο μονοπάτι που έχει βαδίσει πριν από σένα για σένα, εδώ και δεκαετίες, το πιο cult rock ‘n’ roll μιούζικαλ.

Ένα έργο γραμμένο στις αρχές του ’70 από τον Richard o’ Brien, ο οποίος τόλμησε και συνέθεσε μια παρωδία παίρνοντας στοιχεία κλασικών και β’ διαλογής ταινιών τρόμου και μετέτρεψε σε μιούζικαλ όλη του την έμπνευση, φαντασία, δημιουργικότητα, ταλέντο ή οτιδήποτε άλλο που τόσα χρόνια μετά, ακόμη και σήμερα, ξεπερνά το ”τίποτα δεν μαθαίνεται, δεν αγοράζεται… απλά κερδίζεται”.

Όταν την διαφορετικότητα την περιπλέκεις με τέτοιο τρόπο και την κάνεις να φαντάζει στα μάτια του κοινού σου απλοϊκή, για μένα λέγεται κατάκτηση. Δεν θα μπω στην διαδικασία σύγκρισης ούτε της ταινίας ούτε άλλης παράστασης, γιατί ένιωσα τόσο γεμάτη μ’ αυτό που είδα- άκουσα- αισθάνθηκα και πραγματικά δεν βρίσκω το λόγο να το κάνω. Η ιστορία είναι γνωστή πάνω κάτω σε όλους μας, για ένα συνηθισμένο αδιάφορο ζευγάρι που λόγω κακοκαιρίας βρίσκεται σε ένα πύργο παρανοϊκού εξωγήινου τραβεστί επιστήμονα, του Φραν-ε-Φέρτερ, που το συγκεκριμένο βράδυ θα κάνει επίδειξη το τελευταίο του επίτευγμα, το οποίο δημιούργησε με μόνο στόχο να τον εξυπηρετεί σεξουαλικά. Διάφορα εξωπραγματικά, εξωφρενικά και συγχρόνως σεξουαλικά γεγονότα -αυτό άλλωστε εισπράττουμε απ’ την αρχή ως το τέλος της παράστασης- γίνονται με τέτοιο σασπένς, τέτοιες εναλλαγές σκηνικών, χορού, τραγουδιού, κίνησης, κοστουμιών και φυσικά σε κάνει να καταλήγεις, ως συνήθως, πως Ο σκηνοθέτης είναι το άλφα και το ωμέγα σε ένα έργο. Σε συνδυασμό με ένα τέτοιο ”εργαλείο” στα χέρια του και τις ικανότητες του ηθοποιού μπορεί να μεγαλουργήσει, όπως και έκανε.

Ο Ρήγος έχει ένα μαγικό τρόπο να μεταδίδει τόσο έντονα, ξεχωριστά και γεμάτα αξίες και συναισθήματα σ’ αυτό που αντικρίζεις. Ενώ νιώθεις μέρος της υψηλής νοημοσύνης του, αφού υποτίθεται απευθύνεται σε σένα που το παρακολουθείς, ταυτόχρονα είναι επιεικής μαζί σου, αναλύοντας το καθετί με τέτοιο τρόπο, σαν να σου επιβάλλει την τάξη λατρεύοντας το χάος. Σε προσελκύει με το δικό του ύφος, που δεν αντιγράφει, δεν μιμείται, απλά προσαρμόζει ιδέες και σε αναγκάζει να ανταποκριθείς σε ένα ερωτικό κάλεσμα άνευ προηγουμένου με αποτέλεσμα να αντλείς μέσα από ‘κείνον σκέψεις και προβληματισμό και να νιώθεις πως η μοναδικότητα που τον διακρίνει, τελικά είναι συνοδοιπόρος της πνευματικής σου ανύψωσης.

Ο ίδιος έχει αναλάβει εκτός από την σκηνοθεσία, την χορογραφία και την σκηνογραφία με βοηθούς σκηνοθέτη τον Άγγελο Παναγόπουλο και την Έλενα Σκουλά, βοηθό χορογράφου την Μαρκέλα Μανωλιάδη, συνεργάτη σκηνογράφο τον Ζήση Παπαμίχο και κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη. Θα χαρακτηρίσω εντυπωσιακό τον φωτισμό των Σάκη Μπιρμπίλη και Γιώργου Φωκιανού γιατί, παρά το νταρκ ύφος της παράστασης, σε συνδυασμό με την ενορχήστρωση του Δήμου Αναστασιάδη και την διεύθυνση ορχήστρας του Κώστα Γκαγκαστάθη, σου άφηνε την αίσθηση πως όλο αυτό είχε απίστευτη λάμψη και μια μυστηριώδη ισχυρή δύναμη. Μαζί του στο πιάνο και στα keyboards ο Μιχαήλ Ασίκης, στο σαξόφωνο ο Ιωάννης Ανδακάκος, στην ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα ο Φώτης Παπαθεοδώρου και στα τύμπανα ο Εμμανουήλ Τόμπρος.

Σίγουρα βοήθησε και το χέρι της Γιάννας Βασιλείου και της Σήλιας Γεωργιάδη, που ανέλαβαν την -εξαιρετική- μεταφορά των στίχων στην ελληνική γλώσσα, χωρίς αυτοί να στερηθούν ουσίας κι έτσι μας έβαλαν σε όλο αυτό χωρίς να μπούμε στον κόπο να μεταφράσουμε αυτά που δυσκολεύονται να εκφραστούν. Άλλωστε, η Γιάννα Βασιλείου τελεί και χρέη υπερήφανης δασκάλας, μιας και αναλαμβάνει και τη φωνητική διδασκαλία. Αφού αναφέρω τον καθένα ξεχωριστά, θα ήταν άδικο να αφήσω τον Γιάννη Βενιό στον σχεδιασμό και την εξαιρετική απόδοση ήχου στη σκηνή με το αλυσοπρίονο εκτός από όλα τα άλλα.

Σε ρόλο αφηγητή ο Γιώργος Μαζωνάκης. Έκπληξη θα έλεγα, με απόλυτη σοβαρότητα, άψογο στυλ, υπέροχο στήσιμο, καθισμένος ή εν κινήσει, επικοινωνία με το κοινό και εκτός κειμένου, με μορφασμούς, αναστεναγμούς, ειρωνικούς ήχους αποδοκιμασίας και παιχνίδισμα με τους ηθοποιούς στην σκηνή. Δύσκολο να τον βλέπεις στη σκηνή να κάνει κάτι κόντρα, χωρίς την δική του ταυτότητα, που τον χαρακτηρίζει χρόνια. Ευτυχώς μας χαρίστηκε και σε ένα τραγούδι στο φινάλε και, αν και είναι περίεργο με μία λέξη να περιγράψεις τον Μαζωνάκη, πραγματικά ήταν απολαυστικός

Η Βασιλική Τρουφάκου σε ντάμπλ ρόλο ταξιθέτριας για αρχή και Ματζέντα στην διάρκεια της παράστασης, είναι τόσο ιδιαίτερο ερωτικό πλάσμα, όχι μόνο σαν ομορφιά αλλά και σαν ρόλος, λες και είναι γεννημένη να ξεχωρίζει και μόνο που βρίσκεται στο χώρο.

Η Νάντια Μπουλέ στον ρόλο της Τζάνετ Γουάις μας πείθει για αρχή πως είναι το κλασικό ξενέρωτο κορίτσι που το μόνο που ξέρει να κάνει, εκτός του να τσιρίζει και να λυποθυμά δήθεν απ’ την παιδική της αφέλεια, είναι να ονειρεύετεαι να παντρευτεί ένα επίσης ξενέρωτο αγόρι και να περάσουν μια ζωή αδιάφορη όσο και οι ίδιοι. Στην πορεία όμως σε εκπλήσσει, γιατί παρά τις αρχές της, αφήνεται στην έξαψη της ηδονής του σκηνικού και προσαρμόζει τις ανάγκες της σεξουαλικότητάς της με αποτέλεσμα να την ζηλεύεις γιατί εκτός του ότι είναι όμορφη, έχει κορμί έχει και φωνή.

Μάξιμος Μουμούρης και σαν ”μαλάκας” Μπράντ Μέιτζορς, ιδανικός και ανάξιος εραστής καλώς-κακώς για την αρραβωνιαστικιά του, γιατί τελικά αυτό που σε κάνει να νιώθεις ξεχωριστός αυτό και σε απογειώνει! Κέρδισε το κοινό και την συμπάθειά του, παρά τον άχαρο ρόλο του.

Ο Ριφ Ραφ εντελώς αποκρουστικός για αρχή, μα, ξαφνικά εκεί που λες πως το κακό ευδοκιμεί ανεξέλεγκτο, ο Ιβάν Σβιτάιλο μεταμορφώνεται σε έντονη παρουσία, απίστευτη κίνηση, εκπληκτικό σώμα, φωνή και σεξογήινη μορφή, έτοιμος για ταξίδι χωρίς γυρισμό.

Η Τζένη Θεωνά σαν Κολούμπια προσπαθεί με κάθε τρόπο να δηλώσει την παρουσία της στην σκηνή εισπράττοντας την αδιαφορία του ”αφέντη” της και δίνει μεγάλη ικανοποίηση σ’ αυτούς που την παρακολουθούν, ξεδιπλώνοντας κι άλλες πλευρές της δικής της προσωπικότητας, προσαρμοσμένη στον ρόλο της σε χορό και τραγούδι.

Τα υπέροχα πλάσματα, φαντάσματα γεμάτα ζωντάνια από την Τρανσυλβανία, οι Γιάννης Μωραΐτης, Χρήστος Νικολάου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου και Ηρώ Χαλκίδη, πλαισιώνουν τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί σ’ αυτή την αναζήτηση για ομορφιά με την απόδοση που δίνει ο καθένας στην έννοιά της, παρόλο που όλοι ξέρουμε πως αν δεν την έχουμε μέσα μας… απλά δεν πρόκειται να την βρούμε.

Στον ρόλο του Έντι, ο Γιάννης Τσεμπερλίδης και ενώ ξέρεις απ’ την αρχή πως δεν υπάρχει πορεία γι’ αυτόν στην διάρκεια της παράστασης, ξεχωρίζει όχι μόνο σαν ιδέα, αλλά και σαν σκιά που μερικές φορές είναι εντονότερη απ’ το φως.

Ρόκι Χόρορ και ένα πλάσμα που υποδύεται ο Νάσος Παπαργυρόπουλος έχοντας έτσι κι αλλιώς όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του, γιατί εκτός του ότι ο ίδιος αποτελεί τον τίτλο του έργου, χαζεύεις κοιτάζοντάς τον και πραγματικά θεωρείς πως δημιουργήθηκε σαν κατασκεύασμα, οπότε αυτόματα αποκλείεται να είναι αληθινός γιατί ”γεννήθηκε” να εξυπηρετεί αχόρταγες σεξουαλικές δραστηριότητες. Παρόλο που φτιάχτηκε σαν σκεύος ηδονής, κυκλοφορεί μέσα του η ανάγκη για ελευθερία και να, που οι ρωγμές και οι αδυναμίες τελικά σε κάνουν ”άνθρωπο” κι ας έχεις θεϊκή μορφή.

Ντόκτορ Σκοτ, μικρός αλλά τεράστιας σημασίας ρόλος από τον Κλέωνα Γρηγοριάδη που καταχειροκροτήθηκε και όχι άδικα, γιατί η αξία διακρίνεται σαν την ελπίδα που διακινδυνεύει να διαψευστεί, όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση.

Άφησα επίτηδες στο τέλος τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, όχι επειδή είναι πρωταγωνιστής και αφήνεις δήθεν το καλύτερο υλικό σου για το τέλος, αλλά γιατί είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω και ενώ έχω ακούσει διάφορα γύρω απ’ το όνομά του, ακόμα προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου γι’ αυτόν. Τον βλέπω σε όλη την διάρκεια της παράστασης και ενώ προσπαθώ να βρω πάνω του ψεγάδι, όχι για να τον κρίνω, απλά για να δώσω μια πιο γήινη μορφή σ’ αυτόν τον ηθοποιό που δεν μ’ αφήνει να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του, νιώθω πως προσπαθεί να καλύψει την μελαγχολία που τον κυριεύει σε λάμψη και την εξάρτηση που έχει από ”αϋλή” να την κάνει να φαντάζει πως είναι κυρίαρχος των πάντων. Το καταφέρνει απ’ την πρώτη στιγμή καθώς συμβαδίζουν τα λόγια με τις πράξεις του και δεν σε πείθει απλά, σε διαβεβαιώνει πως δεν μπαίνει στο πετσί του ρόλου ο ίδιος αλλά ο ρόλος προσπαθεί να βρει τρόπο να γίνει ένα μαζί του

Ενώ δεν έχω κανέναν λόγο να συμπαθήσω ή να αντιπαθήσω ένα πλάσμα που δεν έχει ξεκάθαρη σεξουαλική ταυτότητα, μέσω του Φράνκ – Κωνσταντίνου αισθάνομαι πως αυτό το εγκλωβισμένο διπλής ύπαρξης πλάσμα με απίστευτη αίσθηση στα πάντα, από χιούμορ, ευστροφία, αυθορμητισμό, καταφέρνει και ενώνει αδιέξοδα ελευθερώνοντας ψυχή, δίνει συντροφιά στην μοναξιά, απασχόληση στην μονοτονία και αντί να πεθαίνει γι’ αυτό που αγαπά, αγαπά να ισοπεδώνει τα πάντα κι όλα αυτά για να’ χει λόγο ύπαρξης.

Τον βλέπεις ασταμάτητα στην σκηνή και σε κερδίζει σε κάθε του βήμα, σε κάθε κίνηση, σε κάθε μορφασμό… η φωνή του στεντόρεια σε καθηλώνει, νιώθεις όχι ακριβώς ότι σε εξουσιάζει, αλλά σαν να σε αναγκάζει να δώσεις μια μορφή ύπαρξης σε αυτό το πάθος που τον διαπερνά για το κάθε τι με αποτέλεσμα να μην μπορείς να διαχωρίσεις το σωστό απ’ το λάθος και να μη σε νοιάζει κιόλας να το κάνεις. Σου αρκεί να τον βλέπεις, να τον ακούς, σαν να καθρεφτίζεις στο βλέμμα του τις πιο μύχιες σκέψεις σου και ανακαλύπτεις ότι, ενώ ο κόσμος της πραγματικότητας έχει όρια, ο κόσμος της φαντασίας δεν έχει περιορισμούς.

Τέλος και πραγματικά έχω ανάγκη να πιω ένα ποτό περιμένοντας να δω αυτό το φαινόμενο εκτός σκηνής, χωρίς να έχω να πω τίποτα παραπάνω από το πόσο εκπληκτικός ήταν. Ό, τι είχα στο μυαλό μου για εκείνον καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, τελικά, ήταν το απόλυτο τίποτα σε σχέση μ’ αυτό που ένιωσα λέγοντάς στον Κωνσταντίνο Ασπιώτη ένα «ευχαριστώ» γι’ αυτό που μας χάρισε. Πραγματικά υποκλίθηκα στον όρο «ηθοποιός» και στο πώς μεταμορφώνεται ένας ”χαρακτήρας” μέσα απ’ την τέχνη … δηλώνω η μεγαλύτερη φαν του!

Πήγη:http://www.musicity.gr/musicity-live/fotografies-live-reports-theatro/item/2510-theatro-eidame-rocky-horror-show-konstantinos-rigos-rex-musicity-2014

Rocky Horror Show: κριτική θεάτρου

Του Γιάννη Μόσχου

Το «Rocky Horror Show» έχει κλείσει πλέον τα 40 χρόνια ύπαρξης στο χώρο των μιούζικαλ, συνεχίζει ωστόσο να βρίσκεται στην κορυφή και κάθε νέα του επανεμφάνιση αποτελεί γεγονός που ξεσηκώνει το κοινό και δημιουργεί απανωτά sold-out. Και όχι άδικα. Το δημιούργημα του Richard O’Brien που οδήγησε και σε μία ταινία η οποία διατηρεί μέχρι σήμερα το αγέρωχο καλτ στάτους της, αποτελεί ένα παράδειγμα σωστής σάτιρας και κοφτερού χιούμορ και παράλληλα είναι μια ξέφρενα διασκεδαστική εμπειρία που την απολαμβάνεις με τους ορίζοντές σου ανοιχτούς.

Το ιστορικό καλτ μιούζικαλ έρχεται φέτος ξανά στην Ελλάδα μέσω του Κωνσταντίνου Ρήγου ο οποίος αποφάσισε να αναβιώσει στη σκηνή την ιστορία του Μπραντ και της Τζάνετ, ενός ζευγαριού που εκπροσωπεί την πουριτανική μεσοαστική τάξη της Αμερικής και φτάνει στον πύργο του εξωγήινου τραβεστί Φρανκ-ν-Φέρτερ, μπαίνοντας έτσι σε έναν ατελείωτο κύκλο ακολασίας.

Η παράσταση συγκεντρώνει ένα αρκετά ετερόκλητο καστ που δεν έχει πάντα θεατρικές καταβολές, με τη συμμετοχή του Γιώργου Μαζωνάκη στο ρόλο του αφηγητή φυσικά να ξεχωρίζει. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού το νόημα του έργου είναι έτσι κι αλλιώς το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και αυτή η πολυσυλλεκτικότητα είναι εκ πρώτης όψεως καλοδεχούμενη.

Στην πορεία των χρόνων ο λόγος που μνημονεύεται ο «μύθος» του Ρόκι Χόρορ είναι για αυτή ακριβώς την επιλογή του στην απελευθέρωση και τη διαφορετικότητα και φυσικά για τα τραγούδια του, δεν προκαλεί εντύπωση λοιπόν που η εκδοχή του Κωνσταντίνου Ρήγου μένει σε αυτή τη βάση και δεν εμβαθύνει περισσότερο στην ιστορία. Αν δε γνωρίζεις ήδη από πριν την υπόθεση μάλλον θα δυσκολευτείς να την καταλάβεις από τα συμφραζόμενα ή από την αφήγηση, αυτό πάντως είναι κατανοητό από τη στιγμή που μιλάμε για ένα μιούζικαλ που υπόσχεται εντυπωσιακά σκηνικά, ακραία κοστούμια και «μεγάλα» τραγούδια. Και το «Rocky Horror Show» του Ρήγου παραδίδει και τα τρία.

Καταρχάς, ο ρόλος που συγκεντρώνει όλα τα βλέμματα είναι φυσικά αυτός του Φρανκ-ν-Φέρτερ, τον οποίο υποδύεται ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης. Και μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστός στο κοινό, τουλάχιστον σε σύγκριση με τους υπόλοιπους σταρ της παράστασης, καταφέρνει όμως και ξεχωρίζει δίκαια με την ερμηνεία του που δεν πατάει φρένο πουθενά. Από τη στιγμή της αποκάλυψής του στη σκηνή μέχρι το τέλος μαγνητίζει τα βλέμματα και αυτό όχι μόνο λόγω της αμφίεσής του. Έχει κατανοήσει πλήρως την υπόσταση του χαρακτήρα του και με αυτοπεποίθηση που ξεχειλίζει μεταφέρει ηλεκτρισμό στους συμπρωταγωνιστές του ανεβάζοντας έτσι επίπεδο ολόκληρη την παράσταση. Είναι μια επιλογή που δικαιώνει απόλυτα τον Κωνσταντίνο Ρήγο και θα είναι κατά κανόνα το κύριο σημείο συζήτησης γύρω από αυτό το «Rocky Horror Show».

Από εκεί και πέρα, δικαίωση είναι η Νάντια Μπουλέ ως Τζάνετ, η οποία αποδεικνύεται και ιδανική για το συγκεκριμένο ρόλο βγάζοντας την απαραίτητη πουριτανική αθωότητα που στη συνέχεια εκμαυλίζεται στα όργια του πύργου, αλλά και εντυπωσιάζει με τις φωνητικές της δυνατότητες στο τραγούδι. Ο Μάξιμος Μουμούρης ως Μπραντ μοιάζει από την άλλη να μη χάνει ποτέ το συντηρητισμό του χαρακτήρα του και μένει μάλλον στάσιμος κατά τη διάρκεια του έργου, ενώ αξίζει να αναφερθούμε στο εξωγήινο δίδυμο των Ματζέντα και Ριφ Ραφ όπου οι Βασιλική Τρουφάκου και Ιβάν Σβάιλο είναι καταπληκτικοί παρά τον δευτερεύοντα ρόλο τους. Ειδικά η πρώτη είναι από τα highlights της παράστασης και ως προς τις ερμηνευτικές της ικανότητες και ως προς την κίνησή της και συνδράμει τα μέγιστα στην ανάδειξη του κεντρικού ύμνου του μιούζικαλ, περίφημο στα αγγλικά ως «Time Wrap». Η Τζένη Θεωνά είναι επίσης άξια Κολούμπια έχοντας μελετήσει το ρόλο και πλαισιώνει υπέροχα όλο το υπόλοιπο καστ. Ο Νάσος Παπαργυρόπουλος προσφέρει τα μούσκουλα στον Ρόκι Χόρορ, και κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κοινού αυτό ήταν αρκετό. Ο Γιώργος Μαζωνάκης γεμίζει το χόρο και είναι άξιος ως αφηγητής χωρίς να προσπαθεί να σε πείσει ότι έγινε ξαφνικά ηθοποιός.

Συνολικά το «Rocky Horror Show» είναι ένα θεαματικό μιούζικαλ με ένα καστ που καλύπτει τις διαφορές της αφετηρίας του και παρουσιάζεται ως ένα δεμένο σύνολο που αποθεώνει το φιλήδονο πνεύμα του έργου. Όταν προσπαθεί να προσφέρει υπόθεση δε λειτουργεί τόσο καλά όσο στα τραγούδια, αλλά στην πορεία και όσο θα γίνεται πιο διαδραστικό με το κοινό να συμμετέχει σε κάποια σημεία, είναι σίγουρο ότι θα ανέβουν μαζί και οι ηθοποιοί προσφέροντας δύο ώρες που θυμίζουν την Αθήνα μιας διαφορετικής πιο λαμπερής θεατρικής εποχής. Το «Rocky Horror Show» του Κωνσταντίνου Ρήγου είναι ροκ, είναι σέξι, είναι διασκεδαστικό, είναι πλήρως απενεχοποιημένο και δημιουργεί την ιδανικότερη επιλογή για να νιώσετε φέτος κάτι από Halloween.

Πηγή: http://www.clickatlife.gr/theatro/story/43795/rocky-horror-show-kritiki-theatrou

Enter at your own risk

Της Γεωργίας Τσάκωνα

Η πολυαναμενόμενη και πολυσυζητημένη παράσταση Rocky Horror Show, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου άνοιξε τις πόρτες της στο Αθηναϊκό κοινό μόλις λίγες μέρες πριν. Με μια ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών, μουσικών και χορευτών δίνει σάρκα και οστά σε ένα έργο θρύλο, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και σήμερα.

Βράδυ Σαββάτου και έξω απ τα ταμεία του θεάτρου Ρεξ αρχίζει να μαζεύεται κόσμος για να εξασφαλίσει το εισιτήριο της παράστασης. Είναι μυστήρια γοητευτικό το πώς ένας τόσο ιστορικός χώρος όπως είναι το θέατρο της οδού Πανεπιστημίου δένει τόσο αρμονικά με τις αναμφισβήτητα εκκεντρικές αφίσες του Rocky Horror Show. Η αίθουσα γεμίζει με θεατές όλων των ηλικιών, μεγάλοι, νέοι, παιδιά, άντρες ή γυναίκες και όλοι περιμένουμε το ίδιο! Να μεταφερθούμε μέσα από την εικόνα και τον ήχο σε εποχές που όλοι λατρέψαμε καλλιτεχνικά -κρυφά ή φανερά-.

Ο Γιώργος Μαζωνάκης σε ρόλο και παρουσία έκπληξη μας υποδέχεται στην παράσταση ως αφηγητής εγκληματολόγος. Σε αυτούς που τον γνωρίζουν καλά δεν προκαλεί εντύπωση αλλά φαντάζει ιδανικός στον ρόλο. Στυλάτος, επιβλητικός αλλά και κωμικός εκεί που χρειάζεται, κερδίζει επάξια το δυνατό χειροκρότημα του κόσμου. Όλα δένουν τόσο προσεκτικά μεταξύ τους , το φουτουριστικό και ιδιαίτερα εντυπωσιακό σκηνικό, τα καλτ κοστούμια και η χορογραφία των ηθοποιών. Αισθητική που μόνο λίγοι καλλιτέχνες όπως ο Κωνσταντίνος Ρήγος μπορεί αναδείξει μεταφέροντας την ταυτόχρονα και στον κόσμο.

Εξαίρετοι ήταν οι Βασιλική Τρουφάκου (Magenta) και Ιβάν Σβιτάιλο (Riff Raff ) που κινούνται με απίστευτη άνεση πάνω στην σκηνή και τραβούν συνεχώς το βλέμμα των θεατών. Αντάξιοι στέκονται επίσης οι Τζένη Θεωνά και Μάξιμος Μουμούρης που κρατούν ρόλους κλειδιά και αποδίδουν περίτεχνα τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα των ηρώων.

Τα λόγια περιττεύουν όταν μιλάμε για τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, έναν ηθοποιό που σε κάθε παράσταση θέτει τον πήχη όλο και πιο ψηλά. Καθηλωτικός ως Frank ‘n’ Furter που μέσα από τα υπερβολικά του κοστούμια, την βελούδινη κίνηση του και το «εξωγήινο» ταπεραμέντο του αφήνει την βροντερή σφραγίδα του σε όλη την παράσταση.

Τέλος τα εύσημα πρέπει να δοθούν και στον μουσικό Δήμο Αναστασιάδη που επιμελήθηκε την ενορχήστρωση της μουσικής της παράστασης. Μια μουσική που έκανε τον κόσμο να χορεύει όλη την ώρα στα καθίσματα του, να χειροκροτεί συνεχώς ρυθμικά και να ξεσηκώνεται σε κάθε τραγούδι.

Είναι σίγουρα μια ξεχωριστή παράσταση για ένα πλέον ξεχωριστό κοινό… ή όπως λένε και οι πινακίδες έξω από τον πύργο του Frank ‘n’ Furter…

ENTER AT YOUR OWN RISK!

Πηγή:http://www.musiccorner.gr/rocky-horror-show-enter-on-your-own-risk-1099

Εξωφρενικός τρόμος στο πιο καλτ μιούζικαλ

Τιμώντας και, ταυτόχρονα, σατιρίζοντας τα b – movies επιστημονικής φαντασίας, με αναφορές στις πρώτες ταινίες τρόμου του γερμανικού εξπρεσιονισμού μέχρι τους κιτς εκπροσώπους του είδους των αρχών της δεκαετίας του ’70, το πιο καλτ και rock ’n’ roll μιούζικαλ όλων των εποχών, το «Rocky horror show», κλείνει τα 40 του χρόνια.

Το θρυλικό μιούζικαλ, που έγραψε ο ηθοποιός Richard o’ Brien, για να αντιμετωπίσει τη μονοτονία της ανεργίας του, το παρενδυτικό θρίλερ που μοιάζει με βόλτα στο τρενάκι του τρόμου, όπου το γέλιο κόβεται από τον φόβο και ο φόβος διαλύεται από το χιούμορ, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, από τις 17 Οκτωβρίου, στον θεατρικά ανακαινισμένο ιστορικό χώρο του Rex, που ξαναλειτουργεί διαμορφωμένος κατάλληλα, για να φιλοξενήσει τη συγκεκριμένη παράσταση, στα πρότυπα του αμερικάνικου καμπαρέ.

«Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο»

Ήρωες του «Rocky horror show» είναι δύο αρραβωνιασμένοι νέοι, ο Μπραντ και η Τζάνετ, οι οποίοι ανήκουν στην πουριτανική μεσοαστική τάξη. Η τρομακτική τους περιπέτεια αρχίζει, όταν παγιδεύονται στον πύργο, όπου ζει το εξωγήινο τραβεστί Φρανκ – ν – Φέρτερ, με ένα τσούρμο εξωφρενικών υπηρετών. Εκεί, γίνονται μάρτυρες της «δημιουργίας» του Ρόκι Χόρορ, ενός άντρα πλασμένου, για να ικανοποιεί κάθε όρεξη του Φρανκ, και γεύονται τις ηδονές της σεξουαλικής ελευθεριότητας, αλλά και τον τρόμο από τους αλλεπάλληλους φόνους. Μετά από τη νύχτα αυτή, «τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο», όπως αναφέρεται συχνά στους στίχους των τραγουδιών. Αλλόκοτα όντα, παράδοξες καταστάσεις, προδοσίες, παραφορά, τρέλα, πολύ σεξ, χιούμορ και, πάνω από όλα, άφθονη μουσική συνθέτουν ένα από τα πλέον επιτυχημένα και δημοφιλή μιούζικαλ όλων των εποχών.

Τεράστια θεατρική και κινηματογραφική επιτυχία

Το «Rocky horror show» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Royal Court Theatre (Upstairs), το 1973. Στη συνέχεια, παίχτηκε σε άλλα θέατρα, συμπληρώνοντας ένα σύνολο 2.960 παραστάσεων μέχρι το 1980, πριν μεταφερθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Κέρδισε τα βραβεία της Evening Standard (1973), του Theatre World (2001) και ήταν υποψήφιο για Tony (1975 και 2001) και Drama Desk (1975 και 2001). Παίζεται ασταμάτητα σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα, συνεχίζει τη σταδιοδρομία του στο West End του Λονδίνου και στο Broadway της Νέας Υόρκης. Το 1975, γυρίστηκε ταινία, με τον τίτλο «The rocky horror picture show», σημειώνοντας τεράστια επιτυχία και τις περισσότερες προβολές στην ιστορία του κινηματογράφου.

Πηγή:http://www.naftemporiki.gr/story/867835

Είδαμε κι εμείς το Rocky Horror Show

Εσύ την έκλεισες τη θέση σου για το Rocky Horror Show; Ξέρουμε τι σε ρωτάμε. Έχουμε τους λόγους μας.

Μπορεί να έχεις ακούσει την ιστορία και να ξέρεις στο περίπου τι γίνεται αλλά αν δεν πας στο Rex να δεις από κοντά την ελληνική version του Rocky Horror Show δεν έχεις καταλάβει τίποτα.

Ο Guardian έγραψε πως είναι ένα από τα δέκα πιο σημαντικά μιούζικαλ όλων των εποχών. Ποιες είμαστε εμείς να πάμε κόντρα στον Guardian από τη στιγμή που στη σκηνή ανεβαίνουν: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Νάντια Μπουλέ, Μάξιμος Μουμούρης, Τζένη Θεωνά, Βασιλική Τρουφάκου, Ιβάν Σβιτάιλο, Κλέων Γρηγοριάδης και ο ένας και μοναδικός Γιώργος Μαζωνάκης.

Πρόκειται για για μία σατιρική απόδοση των b-movies επιστημονικής φαντασίας, με αναφορές στις πρώτες ταινίες τρόμου του γερμανικού εξπρεσιονισμού μέχρι τους κιτς εκπροσώπους του είδους των αρχών της δεκαετίας του ’70.

Η ιστορία του Richard O’ Brien περιλαμβάνει pop τραγούδια, δυνατή μουσική, ψηλά τακούνια, leather υφάσματα, έντονο μακιγιάζ, ζαρτιέρες, εξωγήινους τραβεστί και σεξ.

Να σας πω δύο λόγια για την υπόθεση για να μπείτε στο κλίμα. Ο Μπραντ και η Τζάνετ, ένα ”φρέσκο” ζευγάρι ταξιδεύει εν μέσω καταιγίδας μέχρι τη στιγμή που σταματούν έξω από τον πύργο του εξωγήινου τραβεστί Φρανκ-ν-Φέρτερ για να ζητήσουν βοήθεια.

Μέσα στον πύργο γίνεται ο κακός χαμός. Τρελοί υπηρέτες, φόνοι και η δημιουργία του Ρόκι Χόρορ, ενός άντρα πλασμένου για να ικανοποιεί κάθε όρεξη του Φρανκ.

Φαντασμαγορικά κοστούμια και σέξι εσώρουχα και lingerie. Αυτό είναι το πρώτο που σκέφτεσαι όταν η παράσταση ξεκινά. Πού θα βρεις εκείνο see through baby doll της Mατζέντα; Intimissimi και Calzedonia για να κάνεις εμφάνιση αλά Rocky Horror.

Ας πούμε όμως και πώς μας φάνηκαν οι πρωταγωνιστές ντε
Ο Γιώργος Μαζωνάκης σε ρόλο αφηγητή απενοχοποιεί τη λογική της πίστας μπουζουκιού, φορώντας καταπληκτικά κόκκινα brogues.

Το Rocky Horror Show παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο West End το 1973 χτυπώντας τον πουριτανισμό και την σεμνοτυφία. Ναι, μπορεί να είναι ακραίο αλλά προβάλει με τον καλύτερο τρόπο την διαφορετικότητα χωρίς αυτή να είναι αναγκαίο να περιοριστεί στις σεξουαλικές προτιμήσεις.

”Μην το ονειρεύεσαι, ζήσε το” είναι το μότο της παράστασης. Κάνε αυτό που θέλεις χωρίς να σκέφτεσαι τα σχόλια που θα επακολουθήσουν. Το θέμα είναι να ζήσεις κι όχι να κοιτάς τη ζωή να περνά, κρυμμένη πίσω από πρέπει.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος σκηνοθετεί ένα μιούζικαλ, αντάξιο των υπερπαραγωγών του εξωτερικού. Γρήγορες εναλλαγές, ρυθμός, ατάκες, γέλιο και μία πρόκληση που κινητοποιεί τον εγκέφαλο χωρίς να πρσβάλλει, αν και τραβηγμένη.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης είναι εξαιρετικός. Κινείται πάνω σε 12ποντα τακούνια, φορά ζαρτιέρες και στενό κορσέ, ενώ παράλληλα παίζει με μαεστρία.

Νάντια Μπουλέ και Μάξιμος Μουμούρης αποκάλυψη. Φωνή, κίνηση, συναίσθημα και πολύ χιούμορ. Ο Μάξιμος και τα τακούνια τσακωμένοι. Να τα λέμε κι αυτά.

Ιβάν Σβιτάιλο, εντυπωσιακός. Τραγούδι; Ερμηνεία; Κορμί; Δε γίνεται να μη μιλήσεις για το κορμί, όταν οι κοιλιακοί σου ζαλίζουν το μέσα σου.

Αν πάλι οι κοιλιακοί του Ιβάν σας φαίνονται αδιάφοροι, θα τρελαθείτε με τον Ρόκι Χόρορ ή Νάσο Παπαργυρόπουλο. Βασιλική Τρουφάκου και Τζένη Θεωνά, άξιες.

Τα κοστούμια έχει επιμεληθεί ο Γιώργος Σεγρεδάκης, το μακιγιάζ ο Γιάννης Μαρκετάκης και την ενορχήστρωση ο Δήμος Αναστασιάδης.

Λίγη ιστορία δεν βλάπτει
Το μιούζικαλ έκανε την πρώτη του πρεμιέρα το 1973, στη συνέχεια παίχτηκε σε άλλα θέατρα συμπληρώνοντας ένα σύνολο 2.960 παραστάσεων μέχρι το 1980, πριν μεταφερθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Κέρδισε τα βραβεία της Evening Standard (1973), του Theatre World (2001) και ήταν υποψήφιο για Tony (1975, 2001) και Drama Desk (1975, 2001).

Παίζεται αδιάλειπτα σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα συνεχίζει τη σταδιοδρομία του στο West End του Λονδίνου και στο Broadway της Νέας Υόρκης, αποτελώντας το πλέον καλτ μιούζικαλ. Το 1975 γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο The Rocky Horror Picture Show, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και τις περισσότερες προβολές στην ιστορία του κινηματογράφου.

Αν δεν πας θα το μετανιώσεις. Εμείς στο είπαμε.

Prv Back to all Nxt